Monday, December 29, 2008

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Το σύνδρομο της Λαΐδος

Η Ντιάνα είναι μια γυναίκα που φαινομενικά τα έχει όλα, αλλά που στην ουσία δεν έχει τίποτα. Το μόνο πράγμα που της ανήκει απόλυτα είναι η πλήξη της. Βαριέται αφόρητα, βαριέται επώδυνα, βαριέται αποκλειστικά. Ούτε το πολυτελές κλουβί που αποκαλεί σπίτι της, ούτε τα παιδιά αλλά ούτε κι ο άντρας της δεν της παρέχουν την παραμικρή χαρά. Είναι σα μια νεκρή, που απλά περιμένει το μεταφορικό μέσο που θα την πάει στην άλλη ζωή.
Τι να κάνει; Πως ν’ αλλάξει τη ζωή της και να την κάνει ενδιαφέρουσα; Είναι δυνατόν να μην υπάρχει απολύτως τίποτα που να τη γεμίζει; Δεν έχει, λοιπόν, καμία σωτηρία;
Αν είχε κάποιον να μιλήσει ίσως ν’ άλλαζε κάτι, αλλά που να τον βρει; Εξάλλου ποιος θα την καταλάβαινε; Ποιος θα μπορούσε να την κάνει να βγει απ’ το καβούκι της, ν’ αγκαλιάσει τη ζωή;
Εκεί που όλα δείχνουν ότι τα πράγματα έχουν φτάσει σε αδιέξοδο η μοίρα ρίχνει στο δρόμο της τη Μόιρα. Κάποιαν που θα της ανοίξει τα μάτια και θα την οδηγήσει σε μια νέα ζωή. Σε μια ζωή αντισυμβατική, αμαρτωλή, που όμως ίσως και να τη σώσει. Ίσως να την οδηγήσει ξανά πίσω στο χαμένο της είναι.
Η Ντιάνα, λοιπόν, γίνεται εταίρα. Μια πόρνη πολυτελείας, που αν και στην αρχή τρομάζει μ’ αυτά που βλέπει και κάνει, στη συνέχεια αφήνει τον εαυτό της ελεύθερο. Αρχίζει να απολαμβάνει τον έρωτα με τους άγνωστους άντρες, ξαναποκτά τη χαμένη της σεξουαλικότητα, νιώθει να ξαναγεννιέται μέσα της η αγάπη για τη ζωή.
Δε θυμίζει πια σε τίποτα εκείνη τη γυναίκα που τα είχε παρατήσει όλα, που ένιωθε παρατημένη από όλους. Ξαφνικά αποκτά αυτοπεποίθηση κι αρπάζει τη ζωή απ’ τα κέρατα. Μεταμορφώνεται. Αρχίζει να χτίζει ένα νέο είναι για τον εαυτό της. Βρίσκει δουλειά σε μια μεγάλη επιχείρηση όπου ξοδεύει δημιουργικά τις μέρες της, προτού αλλάξει αμφίεση για τις απαιτήσεις της νύχτας. Η άβουλη γυναίκα που κάποτε ήταν, τώρα γίνεται μια γυναίκα παντός καιρού: σκληρά εργαζόμενη, σύζυγος, μητέρα κι ερωμένη.
Ο συγγραφέας μας διηγείται με τον τρόπο του την ιστορία μιας μεταμόρφωσης. Λες και θέλει να μας πει ότι όταν πραγματικά πιστεύουμε σε κάτι, σε κάποιο σκοπό, μπορούμε να τον επιτύχουμε. Κι ότι, η μοίρα παίζει παράξενα παιχνίδια, έτσι μπορεί να μας οδηγήσει προς την προσωπική σωτηρία μέσα από μυστήρια μονοπάτια.
Από τις εκδόσεις Κέδρος

ΦΛΑΒΙΑ ΜΠΥΖΟΡ: Η Προφητεία της Πέτρας

«Τρία νεαρά κορίτσια, η Νεφρίτη, η Ηλέκτρα και η Οπάλη, από διαφορετικούς κόσμους, τη μέρα που κλείνουν τα δεκατέσσερα ανακαλύπτουν πως είναι υιοθετημένες. Τα λόγια μιας παλιάς προφητείας τις υποχρεώνουν να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους για να εκπληρώσουν την αποστολή τους σε κάποιο μακρινό βασίλειο…».
Την προκαθορισμένη ακριβώς μέρα και ώρα τα κορίτσια συναντιούνται για πρώτη φορά, και προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν τις τους επιφυλάσσει το μέλλον. Απορούν γι’ αυτά που μόλις έμαθαν, κι αναρωτιούνται γι’ αυτά που τις περιμένουν. Πρέπει να μάθουν πολλά. Κι όπως σύντομα θα αντιληφθούν, πρέπει να κάνουν πολλά. Μέχρι τότε ζούσαν μέσα σε μια ψευδαίσθηση. Το ξαφνικό ξύπνημα θα τις σοκάρει.
Ποια είναι η αποστολή τους; Να φέρουν και πάλι στον κόσμο την ελευθερία και τη δημοκρατία. Να νικήσουν το Συμβούλιο των Δώδεκα και τα στρατεύματά του, να διώξουν τη σκιά του σκότους που έπεσε εδώ και χρόνια πάνω απ’ τη γη, χωρίς ποτέ οι ίδιες να την αντιληφθούν. Θα τα καταφέρουν; Φαντάζει δύσκολο έως αδύνατο, και όμως, χωρίς να το ξέρουν η κάθε μια απ’ αυτές μεταφέρει μαζί της ένα απ’ τα κομμάτια κάποιου ισχυρού όπλου, που αν ενωθούνε όλα μπορούν να συμβούν.
Τα κορίτσια ζούνε μια φανταστική περιπέτεια, που θα τα φέρει αντιμέτωπα με πολλούς κινδύνους, άλλοτε μεταμφιεσμένους με τα ρούχα του διαβόλου κι άλλοτε με των αγγέλων. Πρέπει να νικήσουν όλους τους φόβους και τις αμφιβολίες τους για να καταφέρουν το καθοριστικό πλήγμα στις στρατιές του σκότους. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά όπως λέει κι η Ηλέκτρα: «Το αδύνατον δεν υπάρχει όταν έχεις μέσα σου πίστη.»
Η Μπυζόρ έφτιαξε μια εκρηκτική περιπέτεια χρησιμοποιώντας τα πιο αγνά υλικά της φαντασίας. Μια περιπέτεια από εκείνες που θα ’θελε να γράψει κάθε συγγραφέας: με συνεχείς ανατροπές, με φανταστικά τοπία, με ισχυρές δόσεις χιούμορ (όπως όταν μιλά για την απεργία του θανάτου), αλλά και με αγάπη για τις ηρωίδες και τους ήρωές της. Ένα μαγικό μεγάλο παραμύθι που θα ενθουσιάσει μικρούς και μεγάλους.
Από τις εκδόσεις Πατάκη

Α. ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ – ΧΡ. Η. ΧΑΛΑΖΙΑΣ: Φόνος στη Δικτατορία

Ακόμη μια ιστορία απ’ την εποχή της δικτατορίας στην Ελλάδα μας προσφέρουν στο ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο οι δύο συγγραφείς.
Μέσα από τις σελίδες του αφηγήματος ζωντανεύει και πάλι η Αθήνα εκείνης της εποχής. Διαβάζουμε για μπασκίνες και χαφιέδες, για επαναστάτες και βολεμένους, για φωτεινά όνειρα και σκληρές αλήθειες.
«Μα, όλο για τα ίδια και τα ίδια θα διαβάζουμε;», ίσως να αναρωτηθεί κάποιος. Η απάντηση είναι όχι. Εξάλλου, η κάθε ιστορία μπορεί να ειπωθεί από διαφορετική οπτική γωνία, πόσο μάλλον όταν δε μοιάζει με τις υπόλοιπες. Κι αυτή, είναι μια διαφορετική ιστορία, ειπωμένη σε πρώτο πρόσωπο, από κάποιον που βασανίστηκε κι επιβίωσε, από κάποιον που συνέχισε να αγωνίζεται για τα πιστεύω του μέχρι τέλους.
Οι συγγραφείς μιλάνε για μια εποχή επαναστατική, για ανθρώπους που ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν τα πάντα για την ελευθερία, για το καλύτερο αύριο που θα ερχόταν: «Ο μαρξισμός ανοίγει μάτια και κλείνει σπίτια, έλεγε ένας γέρος τσαγκάρης. Σοφή κουβέντα, μόνο που εγώ, ο Διαμαντής και ο Αντώνης δεν είχαμε σπίτι να μας κλείσει κι έτσι βρήκαμε κι άλλους και κολλήσαμε μαζί τους.» Όμως, δεν ήταν μόνο αυτοί που δεν είχαν τίποτα να χάσουν που συμμετείχαν στον αγώνα, αφού μαζί τους ενωθήκανε κι άλλοι, πολλοί, που «…είχαν σπίτια, αλλά μπροστά σ’ αυτό που νομίζαμε ότι θα ’ρθει δεν τα υπολόγισαν. Έτσι λυθήκανε απ’ τα κατάρτια τους για ν’ ακολουθήσουν μαζί μας τη φωνή των σειρήνων πούλεγαν για τον όμορφο κόσμο που θα ’ρθει και που για να ’ρθει πρέπει εμείς ν’ ανοίξουμε το δρόμο. Το δρόμο για την “Ιθάκη” που ακόμα την ψάχνουμε».
Η πιο πάνω παράγραφος τα λέει όλα: όνειρα, επαναστατική ορμή, ουτοπία, και στο τέλος απογοήτευση για την Ιθάκη που δε βρέθηκε ποτέ.
Το «Φόνος στη Δικτατορία» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μέσα σε λίγες σελίδες μπορούν να δώσουν το στίγμα μιας ολόκληρης εποχής, ενός λαού, μιας χώρας. Η γλώσσα του, που τη μια γίνεται ποιητική και την άλλη απόλυτα ρεαλιστική, παρασύρει εύκολα κι αβίαστα τον αναγνώστη σ’ ένα ταξίδι στο χρόνο, του δείχνει κάποιες σκηνές απ’ την ιστορία, για να τον αφήσει στη συνέχεια ελεύθερο ν’ ακολουθήσει τη δική του ξεχωριστή πορεία γνώσης και αυτογνωσίας.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γραφές

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: Το Μετρό

Για τη μοναξιά μας μιλά στη νέα της, πέμπτη, ποιητική συλλογή η Τασούλα Καραγεωργίου. Για τη μοναξιά της σύγχρονης κι απρόσωπης πόλης, για τη μοναξιά του Μετρό.
Το μέσο αυτό μεταφοράς μπήκε για τα καλά στη ζωή των κατοίκων της Αθήνας. Έγινε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους. Μείωσε τις αποστάσεις ανάμεσα σε διάφορους προορισμούς, αλλά όπως φαίνεται τη μεγάλωσε ανάμεσα στους ανθρώπους. Έκανε τα πρόσωπα απρόσωπα.

Αντιγράφω το ποίημα «Τα καπέλα»:

Το τζαμένιο μου πρόσωπο
μου γνέφει απ’ τον απέναντι συρμό.
- Ε! ψιτ! Φωνάζει, τα βαρέθηκα τα σκονισμένα σας ψέματα.

Και, πριν προλάβω ν’ αντιδράσω, εξαφανίζεται
προς την αντίθετη κατεύθυνση του τούνελ.
καταλαβαίνετε τη θέση μου μετά απ’ αυτό.
τρέμω μη μάθει ο ελεγκτής
ότι κυκλοφορώ μες στο μετρό χωρίς το πρόσωπό μου.
- Καθόλου, μην ανησυχείτε, μου ψιθυρίζει ο διπλανός,,
από τη στιγμή που έγινε η νόμιμη ακύρωση
στη σκάλα της εισόδου,
είμαστε όλοι χωρίς πρόσωπο εδώ,
μόνο με κάτι υποκατάστατα καπέλα.

Είκοσι τρία ποιήματα περιλαμβάνει αυτή η συλλογή. Ποιήματα για τον άνθρωπο και την αποξένωσή του. Για τη χαμένη επαφή με το συνάνθρωπο.

Η Τασούλα Καραγεωργίου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1954. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1981 εργάζεται ως καθηγήτρια στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση.
Είναι διδάκτωρ του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος

ΟΜΗΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ: Γιατί, Αλλάχ;

Το «Γιατί, Αλλάχ;» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία του Όμηρου Αβραμίδη, και, σ’ ό,τι αφορά το θέμα του, το πιο τολμηρό. Τολμηρό, γιατί; Επειδή η ιστορία του μυθιστορήματος αυτού περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα ενός τουρκοκυπρίου και μίας ελληνοκύπριας. Τι το τολμηρό σ’ αυτό, θα μου πείτε. Απλά, επισημαίνω ότι μέχρι και πριν λίγους μήνες το να καταπιαστεί κάποιος μ’ ένα τέτοιο θέμα εθεωρείτο αδιανόητο. Ο έρωτας ανάμεσα σε μέλη των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο τελούσε, και μάλλον τελεί, υπό απαγόρευση. Κι ο Όμηρος Αβραμίδης είναι κύπριος. Και ξέρει ιστορία. Αυτό που απομένει να δούμε είναι το πως θα αντιμετωπίσουν οι κύπριοι αναγνώστες ετούτο το καλογραμμένο και σπαρακτικό σε πολλά σημεία βιβλίο.
Ο Χασάν και η Ελένη, μεγάλωσαν μαζί, στην ίδια γειτονιά, ο ένας μέσα στο σπίτι του άλλου. Τότε, δεκαετίες πριν, ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι ζούσαν μαζί αρμονικά, δίπλα ο ένας στον άλλο. (Διαβάζουμε στο δεύτερο κεφάλαιο: «Χριστός και Παναγία», είπε η Τουρκάλα. «Μπορείς να μου πεις γιατί φωνάζεις το Χριστό και την Παναγία και δε φωνάζεις το δικό σου Θεό, τον Αλλάχ;», την πείραξε η φίλη της. «Τώρα μιλάμε ελληνικά» της είπε. «Ο Αλλάχ δεν ξέρει ελληνικά!») Όχι πως δεν υπήρχαν προβλήματα. Προβλήματα υπήρχαν, αλλά όχι αρκετά μεγάλα για να διαταράξουν τις καλές σχέσεις. Κι όμως μια φωτιά αμοιβαίου φόβου και καχυποψίας σιγόκαιγε, ανάμεσα στα μέλη των δύο κοινοτήτων. Μια φωτιά που δε θα αργούσε να δυναμώσει, και να αρχίσει σιγά σιγά να κατακαίει τους δεσμούς φιλίας που ένωναν τους πιστούς του Θεού και του Αλλάχ.
Το τι ακολούθησε είναι γνωστό: Δικοινοτικές ταραχές, φονικά, δημιουργία τουρκοκυπριακών καντονιών και τελικά, η εισβολή που ήρθε να βάλει την ταφόπλακα στα κοινά πάθη. Ή μήπως όχι;
Ο Όμηρος Αβραμίδης μας δίνει μια δραματική ερωτική ιστορία μέσα σ’ ένα ιστορικό φόντο. Αναπαριστά με ζωντανό, γλαφυρό τρόπο τα γεγονότα που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, αλλά μιλά και για τον έρωτα που δεν κοίτα φυλές, χρώματα, προκαταλήψεις, για τον έρωτα γιατρικό, αλλά και για τον έρωτα καταδίκη.
Η Ελένη και ο Χασάν είναι δύο τραγικές φιγούρες. Δυο νέοι που αγαπήθηκαν, αλλά δεν μπορούν να είναι μαζί. Δυο νέοι που χτυπήθηκαν σκληρά από τη μοίρα, και που όσο κι αν περνούν τα χρόνια δεν μπορούν να ανασάνουν ελεύθερα, να αφήσουν να σχηματιστεί στα χείλια τους ένα χαμόγελο που δε θα μείνει μισό.
Το «Γιατί, Αλλάχ;» είναι ένα βιβλίο με πολλές κορυφώσεις που καταφέρνει και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα. Η γραφή του, κινηματογραφική, καταφέρνει και μας ταξιδεύει αβίαστα στο χρόνο μιλώντας μας για πράγματα που δε ζήσαμε, περιγράφοντάς μας γεγονότα που δε θα θέλαμε να είχαν συμβεί. Κάπου μας θυμίζει το άλλο κορυφαίο μυθιστόρημα του συγγραφέα, την «Κίτρινη Σημαία», που καταπιάνεται με τον αγώνα της ΕΟΚΑ κατά των άγγλων.
Οι φίλοι του Όμηρου Αβραμίδη θα βρουν και σε τούτο το βιβλίο όλα εκείνα τα στοιχεία που τον έκαναν αγαπητό σε χιλιάδες αναγνώστες, αλλά και κάτι παραπάνω: μια ιστορία που καίει και αιμορραγεί. Μια ιστορία όπου το καλό και το κακό δίνουν τη μάχη τους, αλλά κανένα απ’ τα δυο δε βγαίνει απόλυτα κερδισμένο, ή μήπως βγαίνει;
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα δε θα μπορούσαμε να μην κάνουμε μία αναφορά στον πλέον συμπαθή ήρωα του βιβλίου, πλην των δύο νέων, κάποιον που στάθηκε στο ύψος του σαν άνθρωπος: τον Παπαχαράλαμπο. Ένα Παπά που βάζει πάνω απ’ όλα την αγάπη και την καλή καρδιά. Κάποιον που τολμά εκεί που οι άλλοι διστάζουν, που διδάσκει αγάπη ενώ όλοι τρέφονται με το μίσος. Ίσως ένας από τους πιο δυνατούς χαρακτήρες που έπλασε ποτέ η φαντασία (;) και η γραφίδα του συγγραφέα.
Από τις εκδόσεις Ωκεανίδα

ΖΑΝ-ΚΡΙΣΤΟΦ ΡΟΥΦΕΝ: Οι κατακτητές της Βραζιλίας

Ένα μεγάλο και συναρπαστικό ταξίδι στο χώρο και το χρόνο, πραγματοποιεί ο αναγνώστης μέσα από το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα του Ζαν-Κριστόφ Ρουφέν, που βραβεύτηκε με το βραβείο Γκονκούρ το 2001.
Είναι η ιστορία της κατάκτησης της Βραζιλίας από γάλλους ιππότες, ευγενείς και αποβράσματα, αλλά και η ιστορία του Ζιστ και της Κολόμπ. Δύο παιδιών που φτάνουν στη μακρινή γη ψάχνοντας για το χαμένο τους πατέρα.
Το μυθιστόρημα αντλεί πολύ από τη δύναμή του μέσα από τους διαφορετικούς ήρωες που το κατοικούν. Ιππότες που διαπρέπουν στα βασανιστήρια, κλεφτρόνια που γίνονται βασιλιές της ζούγκλας, παπάδες με πολλά πάθη και αμαρτίες, ιθαγενείς που πιστεύουν σ’ ένα ξένο θεό, και κάποιοι φανατικοί που στην προσπάθειά τους να επιβάλουν τους δικούς τους νόμους, καταστρέφουν τα πάντα.
Ο συγγραφέας υφαίνει με μαεστρία το μύθο του, ρίχνοντας στο δρόμο του αναγνώστη πολλές εκπλήξεις, και των ηρώων του μεγάλα εμπόδια. Ίσως να θέλει μ’ αυτό τον τρόπο να δείξει ότι σε μια μακρινή γη, σε μέρη άγρια και εξωτικά, τίποτα δεν είναι στ’ αλήθεια αυτό που φαίνεται, κι ότι ο κίνδυνος πάντα παραμονεύει.
Η γη της Βραζιλίας είναι εκεί όπου ο Ζιστ και η Κολόμπ μαθαίνουν πολλές αλήθειες για τη ζωή. Και παίρνουν ο καθείς τις δικές του αποφάσεις. Ο πρώτος μένει στο πλευρό του σκληρού ιππότη Νικολά ντε Βιλγκανιόν, ενώ η δεύτερη ακολουθεί τον ένστικτό της που την οδηγεί στην αγκαλιά της ζούγκλας, όπου θα ζήσει παρέα με τους ιθαγενείς, υπό την προστασία ενός σοφού ανθρώπου.
Ο συγγραφέας με αφορμή το ιστορικό φόντο και τα γεγονότα που ακολούθησαν την εγκατάσταση των ευρωπαίων στη Νέα Γη, καταπιάνεται με κάποια καυτά θέματα όπως η δίψα των «πολιτισμένων» κατακτητών για καταστροφή: «Όταν γνώρισα τους ιθαγενείς», λέει ο σοφός Πάι-Λο, «μου φάνηκε ότι συνάντησα επιτέλους… έναν κόσμο σεβαστό. Γι’ αυτούς όλα είναι ιερά: τα λουλούδια, οι βράχοι, τα νερά που τρέχουν στα βουνά, τα τοπία και τα ζωντανά πλάσματα… Αλλά οι άλλοι (οι λευκοί), απογυμνώνοντας τη φύση από καθετί ιερό, την άφησαν απροστάτευτη, υποταγμένη στη φονική βούληση των ανθρώπων. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τι έκαναν στο νησί τους. Τίποτα δε φυτρώνει πια εκεί. Αν γίνουν κάποτε κύριοι τούτης της γης, θα τη μετατρέψουν σε πεδίο θανάτου… Αυτός που διώχτηκε από τον γήινο παράδεισο δεν ήταν ο άνθρωπος, αλλά ο Θεός. Κι ο άνθρωπος κατέλαβε τη δημιουργία για να την καταστρέψει».
Οι «Κατακτητές της Βραζιλίας» είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα, που πέρα από ψυχαγωγία προσφέρει και πολύ «φαγητό για τη σκέψη». Διαβάστε το.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός

ΜΟΝΙΚΑ ΑΛΙ: Εφτά Θάλασσες και Δεκατρία Ποτάμια

Οι συγγραφείς από την κοινοπολιτεία έχουν ζήτηση στη Βρετανία, και η Μόνικα Άλι με το πρώτο, βραβευμένο της μυθιστόρημα, έρχεται να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές.
Σε αντίθεση με κάποιους άλλους συγγραφείς από την πρώην αυτοκρατορία η Άλι δεν προσπαθεί να μειώσει τη χώρα καταγωγής της, που είναι το Μπανγκλαντές, αλλά ούτε και να την εξιδανικεύσει. Αυτό δεν πάει να πει, ωστόσο, ότι χαρίζεται είτε στους βρετανούς είτε στους συμπατριώτες της. Απλά, λέει την αλήθεια. Μιλά για τις δυσκολίες μιας οικογένειας μεταναστών να προσαρμοστούν στη ζωή του Λονδίνου, για τα κινήματα και τις συμμορίες που δημιουργούνται για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους ή απλά για να κάνουν φασαρία, για τον υπόγειο και μόνο σε ακραίες περιπτώσεις εκφρασμένο ρατσισμό των βρετανών, αλλά και για την ελπίδα που ακόμη και τις πιο σκοτεινές στιγμές παραμένει ζωντανή.
Το «Εφτά Θάλασσες και Δεκατρία Ποτάμια» είναι η ιστορία μιας γυναίκας και δύο αντρών, αλλά και μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η Ναζνίν παντρεύεται τον Τσανού, ένα άντρα που έχει την ηλικία του πατέρα της, και μετακομίζει μαζί του στο Λονδίνο. Ο Τσανού θεωρεί τον εαυτό του προοδευτικό άνθρωπο και πολλά υποσχόμενο επιχειρηματία, αλλά στην ουσία η ύπαρξή του περιστρέφεται γύρω από το τρίπτυχο: λόγια, λόγια, λόγια. Η γυναίκα του όμως, αν και μεγαλωμένη συντηρητικά, αν και ουσιαστικά αμόρφωτη, κάποτε θα αντιληφθεί ότι τα λόγια δε γεμίζουν το στομάχι, έτσι θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της, ενισχύοντας το πενιχρό εισόδημα της οικογένειας, που τώρα περιλαμβάνει και δύο κόρες, αλλά αλλάζοντας και ριζικά τη ζωή της. Το άβουλο κορίτσι θα γίνει μια αποφασισμένη γυναίκα και θα διεκδικήσει το δικό της μερίδιο από τη ζωή, εκπλήσσοντας τους πάντες, ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό.
Η συγγραφέας μας παρουσιάζει μια μικρογραφία της κοινωνίας των μπανγκλαντεσιανών μεταναστών, με τους ανταγωνισμούς, τις έριδες και τις μικροπρέπειές της, αλλά και με απτά παραδείγματα άδολης φιλίας και αγάπης προς το συνάνθρωπο. Δε διστάζει επίσης να σχολιάσει δεικτικά, με τον τρόπο της, τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που επικρατούν στο δυτικό κόσμο σε ό,τι αφορά την ενημέρωση, αλλά και την επιλεκτική του ευαισθησία. Έτσι, κάποτε, μια από τις πρωταγωνίστριες του έργου της, φωνάζει σε μια συγκέντρωση: «Σύμφωνα με τις στατιστικές των Ηνωμένων Εθνών, έγινε και μια άλλη μεγάλη τραγωδία στις 11 Σεπτεμβρίου. Τη μέρα εκείνη πέθαναν και τριάντα πέντε χιλιάδες παιδιά. Από την πείνα… Τι ξέρουμε γι’ αυτή την τραγωδία;… Θύματα: τριάντα πέντε χιλιάδες. Τόπος: οι φτωχότερες χώρες του κόσμου. Έκτακτη είδηση: καμία. Εκκλήσεις για τα θύματα και τις οικογένειές τους καμία. Μηνύματα από αρχηγούς κρατών: κανένα. Μνημόσυνα στο φως των κεριών: κανένα. Ενός λεπτού σιγή: πουθενά. Αξίωση να οδηγηθούν οι ένοχοι στη δικαιοσύνη…: καμία».
Το «Εφτά Θάλασσες και Δεκατρία Ποτάμια» είναι ένα καλογραμμένο ογκώδες μυθιστόρημα, που δίνει «τροφή για σκέψη» στον αναγνώστη. Ωστόσο, δεν είναι ένα «βαρετό» βιβλίο. Το κείμενο ρέει σαν ένα από τα ποτάμια του τίτλου χαρίζοντάς μας μερικές ώρες αναγνωστικής απόλαυσης. Ο ελληνικός τίτλος είναι πιο κοντά στο πνεύμα του μυθιστορήματος απ’ ό,τι ο πρωτότυπος, “Brick Lane”.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα

ΚΡΙΣΤΑ ΒΟΛΦ: Τι Απομένει

Αυτό δεν είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που γίνονται μπεστ σέλερ. Τουλάχιστον όχι στην εποχή και στην κοινωνία που ζούμε. Αν και ολιγοσέλιδο, δε θα βρίσκονταν πολλοί που θα κάθονταν να το διαβάσουν και μετά να αφεθούν στις σκέψεις και τους προβληματισμούς που θα τους προκαλούσε. «Για σκέψεις και προβληματισμούς είμαστε τώρα;», θα μου πείτε. Όχι, βέβαια. Εξάλλου, τι μας νοιάζει εμάς τι συμβαίνει, ή έστω τι συνέβαινε κάποτε στον κόσμο;
Η Κρίστα Βολφ είναι μια από τις λίγες συγγραφείς που θα αποκαλούσαμε δίχως δισταγμό «στρατευμένη». Ενδιαφέρεται για το τι συμβαίνει γύρω της, νιώθει ένα ζωντανό κομμάτι του κόσμου που αλλάζει, προς το καλύτερο ή το χειρότερο.
Στο «Τι Απομένει» μας μιλά για σκοτεινές εποχές από το όχι και πολύ μακρινό παρελθόν. Για εποχές και τόπους όπου και το να σκέφτεται κανείς ελεύθερα ήταν έγκλημα. Όπου, αν εξέφραζες κάποια άποψη διαφορετική από την επικρατούσα γινόσουν αμέσως ύποπτος. Όπου η πιο εξελιγμένη μορφή τέχνης ήταν ο χαφιεδισμός.
Το κείμενο της Βολφ μοιάζει σαν μια ελεγεία. Ίσως, κάποιοι διαβάζοντάς το να σκεφτούν ότι είναι ξεπερασμένο, ότι ο χρόνος έσβησε στο πέρασμά του τις μαύρες εκείνες μέρες. Κι όμως, φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά γύρω του για να αντιληφθεί ότι στην ουσία τα πράγματα δεν άλλαξαν, απλά εξελίχθηκαν, μεταμφιέστηκαν. Δεν υπάρχει πια ο μπάτσος κάτω απ’ το παράθυρο, αλλά υπάρχουν όλα τ’ άλλα, και υπάρχουν παντού. Και το ξέρουμε, και τ’ ανεχόμαστε. Κι αυτό είναι ίσως το πιο τραγικό.
Θλίψη, ατέλειωτη θλίψη φαίνεται να αποπνέει το βιβλίο αυτό. Η αφηγήτρια προσπαθώντας να ξεφύγει απ’ το γκρίζο παρόν, ταξιδεύει με τη φαντασία της στο χθες: «…Ήμουν στην αλλοδαπή. Περπατούσα για πολλές εβδομάδες στους ανώνυμους δρόμους μιας ανώνυμης πόλης. Ήρθε χειμώνας, λάσπη, χιονόνερο, υγρή παγωνιά που έφτανε μέχρι το κόκαλο και διαπερνούσε το πετσί μου σαν να μην υπήρχε. Φιλοξενούσε όμως ακόμη μια θολή ανάμνηση από παλιότερες χαρές: ψωμί, κρασί, τον έρωτα, τη μυρωδιά των παιδιών, τις εικόνες από τοπία στη φύση, πόλεις, πρόσωπα.» Δεν αργεί, ωστόσο να επιστρέψει στο σήμερα: «Τώρα απέπνεε μια απελπισία, που σκέφτηκα ότι μια παγωμένη ανάσα, αντιληπτή από τον καθένα, θα έπρεπε να έβγαινε από μέσα μου.»
Τι απομένει; Η ελπίδα. Η ελπίδα ότι «κάποια μέρα, θα μπορώ να μιλήσω εντελώς χαλαρά κι ελεύθερα. Είναι ακόμη πολύ νωρίς, αλλά δεν είναι πάντα πολύ νωρίς…». Και, ξέρετε κάτι; «Δεν υπάρχει καμιά δυστυχία εκτός από το να μη ζεις. Και στο τέλος καμιά απελπισία εκτός από εκείνη του να μην έχεις ζήσει.»
Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί απ’ τον καθένα.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γραφές

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: Ημερολόγιον Γραφέως Υπηρεσίας

Κάτι καλό μπορεί να προκύψει από το καθετί, φαίνεται να θέλει να μας πει μ’ αυτή, την πρώτη του ποιητική συλλογή, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Όπως διαβάζουμε: «Το Ημερολόγιον Γραφέως Υπηρεσίας γράφτηκε σε περίοδο στρατιωτικής θητείας, ως αντίβαρο αντίξοων συνθηκών. Και, αποπειράται μια ημερολογιακή καταγραφή/ σπουδή του ερωτικού βιώματος, που αναπαράγει η συνείδηση σ’ έναν αφιλόξενο χώρο. Επικαλείται τη Γυναίκα ως παρουσία, ως απουσία, ως αίνιγμα...».
Μπορούμε να πούμε, χωρίς την παραμικρή υπερβολή ότι η στρατιωτική θητεία υπήρξε πολύ δημιουργική για τον ποιητή. Τριάντα ποιήματα μας δίνει εδώ, το ένα απ’ αυτά γραμμένο με τα λόγια της σιωπής. Ποιο ξεχωρίσαμε; δύσκολο να πει κανείς. Πως να ξεχωρίσεις άλλωστε, ποια καταγραφή είναι καλή ή όχι σ’ ένα ημερολόγιο;

Σας δίνουμε στη συνέχεια την ημερολογιακή καταχώρηση της Παρασκευής, 28 Νοεμβρίου:

Δώσε μου λίγο απ’ τη φωνή σου,
που δραπετεύει κάθε μέρα απ’ το τηλεφωνικό σύρμα
κι έρχεται να χαϊδέψει παρακλητικά τα τεντωμένα νεύρα μου.
Εσύ θα κάθεσαι ανάμεσα στις γλάστρες του θερμοκηπίου
δίπλα στο μεγάλο κρεβάτι του μικρού δωματίου,
θα διπλώνεις τα πόδια πάνω στα μεταξωτά φτερά
ενός θλιμμένου παγονιού και θα μου λες ιστορίες
αναγεννησιακές για τις χαμένες σταυροφορίες,
για τις χαμένες γυναίκες που περιμένουν,
χωρίς να ξέρουν γιατί, τους ηττημένους πρίγκιπες.
Ανάμεσα στα γυμνά σου πόδια
θα κλαίει ο κύκνος της μελαγχολίας σου
και το παγόνι που σας σκεπάζει
θα τα βλέπει όλα ανεξήγητα.

Στη μεγαλοπρέπεια δεν ταιριάζει η θλίψη.

Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου γεννήθηκε το 1950 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και ασχολείται ιδιαίτερα με θέματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων. Στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών για μακρά περίοδο, συμμετέχει σήμερα στη διεύθυνση του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών.

YANG ERCHE NAMU & CHRISTINE MATHIEU: Η κόρη της λίμνης.

«Η κόρη της λίμνης» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που έχουν να προσφέρουν πολλά στο δυτικό αναγνώστη, καθώς αναλαμβάνει την ευθύνη να τον μυήσει στα μυστικά μιας από τις πιο μικρές εθνότητες της αχανούς Κίνας, αυτής των Μοσό.
Σύμφωνα με τους θρύλους, αλλά και τις παραδόσεις, η κοινωνία των Μοσό ήταν και είναι μητριαρχική. Οι γυναίκες είναι οι αρχηγοί των οικογενειών, και το «στέμμα» μεταβιβάζεται από μάνα σε κόρη ανά τους αιώνες. Επίσης, σ’ αυτή την κοινωνία οι γυναίκες μπορούν να έχουν όσους εραστές θέλουν, και πολλές φορές τα παιδιά μιας οικογένειας μπορεί να έχουν διαφορετικούς πατέρες, έτσι ο γάμος θεωρείται περιττός. Οι Μοσό πιστεύουν ότι μ’ αυτό τον τρόπο διαφυλάσσεται η ηρεμία και δε δημιουργούνται προβλήματα ανάμεσα στις οικογένειες, κάτι που όπως θα δούμε δεν απέχει πολύ απ’ την αλήθεια.
Η Νάμου, που μαζί με τη Ματιέ συνυπογράφει αυτό το βιβλίο, ανήκει στην εθνότητα των Μοσό, εδώ θέλει να μας πει τη δική της ιστορία. Μας μιλά για την απόφασή της να ξεφύγει απ’ τον καθορισμένο δρόμο της παράδοσης και να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στον έξω κόσμο, τον σκληρό, το μαγικό, τον άγνωστο. Διαβατήριά της μια όμορφη φωνή, αλλά και η αποφασιστικότητά της. Έτσι, αν και μικρή, αν και αμόρφωτη, παίρνει το δρόμο της ξενιτιάς. Εκείνον που θα την οδηγήσει στην πραγματοποίηση των ονείρων της ή την καταστροφή.
Η σκέψη της, ωστόσο, κάθε τόσο επιστρέφει στη μικρή της πατρίδα, εκεί στις ακτές της λίμνης Λούγκου των Ιμαλαΐων, εκεί που γεύτηκε τις πρώτες πίκρες και τις πρώτες χαρές της ύπαρξής της. Εκεί όπου έζησε μια σκληρή ζωή αλλά πλούσια σε αγάπη και εμπειρίες. Η Ναμού προχωρά με γενναία βήματα προς το αύριο, χωρίς να ξεχνάει το χθες. Το χθες που την έκανε αυτό που είναι.
Δε θα λέγαμε ότι αυτό το βιβλίο είναι μια απλή βιογραφία. Είναι και λίγο μυθιστόρημα, αλλά είναι και ένα ιστορικό βιβλίο, καθώς μιλά για τα γεγονότα που συντάραξαν την Κίνα στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο, για τη λογοκρισία και την υποχρεωτική κινάζικη μόρφωση που επέβαλε το καθεστώς, αλλά και για τα πολλά πρόσωπα της χώρας: τη μουντή επαρχία, το χαώδες Πεκίνο, τη θορυβώδη και υπογείως φιλελεύθερη Σανγκάη.
Ένα βιβλίο ρέκβιεμ για το χθες που ατενίζει με φιλοδοξία το αύριο.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα

ΕΛΕΝΑ ΔΑΣΟΥΤΣΗ: Οι άγγελοι στα σκουπίδια

Το βιβλίο αυτό, αν θα έπρεπε να το κατατάξουμε κάπου, θα το κατατάσσαμε στην κατηγορία της μαρτυρίας/ ντοκουμέντου. Πρόκειται για ένα ασυνήθιστα ρεαλιστικό μυθιστόρημα που μας μιλά για τις προσπάθειες μιας γυναίκας να αλλάξει κάτι στη ζωή των ναρκομανών, που όλοι βλέπουμε να περιφέρονται στην πλατεία Ομονοίας και τους γύρω δρόμους, στην Αθήνα.
Η αφηγήτρια, που μοιάζει να έζησε από κοντά όλα όσα περιγράφει, προσπαθεί να μπει στη ζωή και στις ψυχές των ναρκομανών, να γίνει φίλη τους, να τους βοηθήσει όπως μπορεί, και αν καταστεί δυνατόν να σώσει μερικούς από αυτούς. Ο κόσμος που περιγράφει είναι ένας κόσμος σκληρός, όπου επικρατούν κάποιοι άλλοι νόμοι πέρα απ’ το νόμο, οι νόμοι της ανάγκης αλλά κάποτε και της συντροφικότητας. Στον κόσμο αυτό δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς τι είναι σωστό και τι λάθος, ποιο το δίκιο και ποιο τ’ άδικο. Ο κόσμος της χαρμάνας είναι ένας περίκλειστος κόσμος, όπου μόνο τα μέλη του μπορούν να κατανοήσουν την ιδιαίτερη γλώσσα του, να νιώσουν τον πόνο του διπλανού, να τον κατανοήσουν.
Το «Άγγελοι στα σκουπίδια» είναι ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα, που απ’ τη μια θυμίζει μυθιστόρημα κι απ’ την άλλη κοινωνιολογική ανάλυση. Η συγγραφέας θέλει να τα πει όλα και να τα πει τώρα, κάτι που εκ πρώτης όψης είναι επικίνδυνο για τη δομή του ίδιου του βιβλίου. Ωστόσο, οι σκόπελοι αποφεύγονται, και στο τέλος της αφήγησης ο αναγνώστης νιώθει ένα κόμπο στο στομάχι. Όχι σαν και κείνον που ένιωσε η αφηγήτρια ζώντας από κοντά αυτά που έζησε, αλλά έναν πιο ελαφρύ, ένα κόμπο ενοχής. Ενοχής για την αδιαφορία του, για τον εγωισμό του, για την αδυναμία του να καταλάβει αυτά τα παιδιά, τα πρεζάκια, τα τόσο κοντινά κι όμως εκτός του διανοητικού οπτικού του πεδίου.
«Απάνθρωπες οι αλήθειες του κόσμου μας! Σχεδόν σαν την Ηρωίνη. Τα παιδιά, καταδικάστηκαν να ζούνε μαζί της, αθέλητα. Εμείς, συνηθίσαμε να ζούμε μαζί τους, ηθελημένα. Ποιών τάχα το ποσοστό μαστούρας υπερέχει σ’ αυτό;»
Το πιο πάνω ερώτημα θέτει κάπου η αφηγήτρια και εναπόκειται στον καθένα από μας να δώσει τη δική του απάντηση, της παραδοχής δηλαδή και της δικής του ενοχής, ή της τόσο βολικής και απενοχοποιητικής αδιαφορίας. «Στο κάτω κάτω της γραφής», θα πουν οι δεύτεροι, «ποιοι είμαστε εμείς που θα προσπαθήσουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο;»Αυτό το βιβλίο είναι ένα από εκείνα τα λίγα που σοκάρουν με τις αλήθειες τους, και καλό θα ήταν να διαβαστεί από όλους, από αδαείς, γνώστες και… παντογνώστες!
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γραφές

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ: Στην Απαγορευμένη Πόλη

Το «Στην Απαγορευμένη Πόλη» είναι ένα από εκείνα τα μαγικά βιβλία, τα βιβλία που σε ταξιδεύουν, με τη γλώσσα τους, με τις περιγραφές τους.
Ο Γιώργος Βέης μας προσκαλεί σ’ ένα οδοιπορικό στην Άπω Ανατολή και μας μιλά για τόπους κι ανθρώπους, για πράγματα απλά και συνηθισμένα που στα μάτια μας φαντάζουν εξωτικά, για τρόπους ζωής που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το δικό μας.
Διαβάζοντας τα κείμενά του δε δυσκολεύεσαι να καταλάβεις ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι τουρίστας, αλλά ταξιδιώτης. Τριγυρνά, παρατηρεί, ζει. Αφιερώνει πολύ χρόνο σε κάθε προορισμό του, τον μαθαίνει, του παραδίδεται. Η γραφή του άλλοτε στεγνά ρεαλιστική, άλλοτε ποιητική, πιάνει τον αναγνώστη απ’ το χέρι και τον οδηγεί στους τόσο γνωστούς, μα στην ουσία άγνωστους, προορισμούς. Του δείχνει τους πολυσύχναστους δρόμους, τον ξεναγεί στις πολύβουες γειτονιές. Του παρουσιάζει τα θαύματα του κινέζικου πολιτισμού και του πολιτισμού των Χμερ, του μιλά για τις αμαρτωλές νύχτες της Μπανγκόκ και της Πατάγια, αλλά και για τις ιατρικές… πρωτοτυπίες των κορεατών.
Είναι ευτύχημα που ο Γιώργος Βέης ξέρει για τι γράφει. Μπουχτίσαμε πια με τους διάφορους ταξιδιώτες συγγραφείς που τριγυρνούν σ’ όλο τον κόσμο και μας γράφουν για την εικόνα και όχι την ουσία του κάθε τόπου. Που νομίζουν ότι η Μπανγκόκ είναι το χάι τεκ Σίαμ Σίτι και οι ναοί, και όχι οι φτωχογειτονιές, των φαγητών τα αρώματα και των ανθρώπων τα μη φωτογραφικά χαμόγελα.
Το βιβλίο τούτο μας προσκαλεί σ’ ένα σύντομο αλλά μεγάλο και μακρινό ταξίδι. Ένα ταξίδι στην ποίηση των ανθρώπων και των πραγμάτων. Ένα ταξίδι αργό αλλά και ασθματικό, όπως το κείμενο για την «Απάντηση του Καθρέφτη», που σου κόβει την ανάσα με την ομορφιά του.
Αυτό δεν είναι το μόνο οδοιπορικό που έχει γράψει ο Βέης. Προηγήθηκε το «Ασία, Ασία» που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει και συνέχεια, μια και τέτοιου είδους βιβλία δεν είναι μόνο χρήσιμο αλλά και αναγκαίο να κυκλοφορούν.

ΌΟΥΕΝ ΚΟΛΦΕΡ: Αρτέμης Φάουλ. Βιβλίο 3

Ο Αρτέμης Φάουλ είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς ήρωες της σύγχρονης αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας για παιδιά και έφηβους. Αν και οι περιπέτειές του δείχνουν να απευθύνονται σε αναγνώστες μιας συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας, ωστόσο διαβάζονται ευχάριστα και από μεγαλύτερους, που δεν άφησαν να πεθάνει μέσα τους το «μικρόβιο» της φαντασίας.
Σ’ αυτό το βιβλίο που φέρει τον υπότιτλο «Ο Κώδικας της Αιωνιότητας» ο Αρτέμης Φάουλ, αναλαμβάνει μία ακόμη επικίνδυνη αποστολή: να σώσει το δικό του κόσμο, αλλά κι εκείνον των ξωτικών από ένα θανάσιμο κίνδυνο. Ένα κίνδυνο για τον οποίο την ευθύνη φέρει ο ίδιος, καθώς στην προσπάθειά του να επεκτείνει ακόμη περισσότερο την οικονομική αυτοκρατορία της οικογένειάς του, πέφτει σ’ ένα μοιραίο λάθος: παραδίδει, έστω και άθελά του, την τεχνολογία των ξωτικών στα χέρια ενός ανθρώπου. Ενός αδίστακτου ανθρώπου που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, για να γίνει ο κυρίαρχος του κόσμου.
Τώρα, ο Αρτέμης, πρέπει πάση θυσία να διορθώσει το λάθος του. Αυτό όμως δεν είναι μια καθόλου εύκολη υπόθεση. Κίνδυνοι παραμονεύουν παντού. Η μια δυσάρεστη έκπληξη διαδέχεται την άλλη, κι ο ήρωας που και που μοιάζει χαμένος. Ωστόσο, δεν το βάζει κάτω. Με τη βοήθεια των πιστών του φίλων, της μαγείας και της τύχης, κάποια στιγμή θα έρθει πολύ κοντά στην εκπλήρωση του στόχου του, όμως κι εκεί θα τον περιμένει μια μεγάλη έκπληξη.
Ο ιρλανδός Όουεν Κόλφερ είναι ένας εξαιρετικός παραμυθάς, και καταφέρνει με τη συνεχή δράση, τα ξεσπάσματα της φαντασίας του, τις ανατροπές και το χιούμορ, να κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μικρού ή/ και μεγάλου απ’ την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Όταν παίρνει κανείς στα χέρια του αυτό το βιβλίο – αλλά και τα προηγούμενα της σειράς – δύσκολα τ’ αφήνει. Οι ξεχωριστοί και ιδιόρρυθμοι ήρωες, τον οδηγούν σ’ ένα όμορφο φανταστικό ταξίδι που μένει καρφωμένο στο μυαλό για πολύ καιρό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα δικαιώματα όλων των βιβλίων της σειράς, αγοράστηκαν από κινηματογραφική εταιρεία, κι έτσι σύντομα θα μπορούμε να απολαμβάνουμε τις περιπέτειες του Αρτέμη και στη μεγάλη οθόνη.

WILBUR SMITH: Blue Horizon

 
 Αγορά από το Book Depository

Ο Γουίλμπουρ Σμιθ είναι, θα λέγαμε, σίγουρο χαρτί. Ένας από εκείνους τους συγγραφείς που έτσι και διαβάσεις ένα βιβλίο τους και σου αρέσει, αποκλείεται κάποτε να απογοητεύσουν.
Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα ο καταξιωμένος συγγραφέας καταπιάνεται με την αγαπημένη του Αφρική, και τις περιπέτειες ενός απογόνου της οικογένειας που δημιούργησε η γόνιμη φαντασία του, των Κόρτνι. Οι Κόρτνι είναι μια πολύ πλούσια οικογένεια άγγλων, που έκανε πατρίδα της την Αφρική, ανοίγοντας νέους εμπορικούς δρόμους. Πρόκειται για άφοβους άντρες και γυναίκες που έχουν στο αίμα τους το εμπόριο και την περιπέτεια.
Ο Τζιμ είναι γιος του Τομ Κόρτνι. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αφρική συντροφιά με τους ντόπιους. Μιλά κάποιες αφρικανικές διαλέκτους, αγγλικά και ολλανδικά, είναι δεινός ψαράς και κυνηγός, ενώ δεν του λείπει και το εμπορικό δαιμόνιο. Παρά το ότι ζει μια ενδιαφέρουσα ζωή γεμάτη περιπέτειες και κινδύνους τίποτα δε φαίνεται στ’ αλήθεια να τον ταράζει. Αυτό, μέχρι που συναντά τη Λουΐζα, μια νεαρή λευκή σκλάβα που φυλακίστηκε και εξορίστηκε στην Αφρική, μετά από τις ψευδείς καταγγελίες κάποιου, που υποτίθεται ότι είχε αναλάβει την προστασία της. Την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά.
Η Λουΐζα είχε υποφέρει τόσα πολλά στα χέρια του σωτήρα-τύραννού της που έχασε κάθε εμπιστοσύνη προς τους άντρες. Ο Τζιμ, ωστόσο, ρισκάροντας τη ζωή του, και ότι έχει και δεν έχει για να την απελευθερώσει, μοιάζει να είναι διαφορετικός απ’ τους άλλους. Παίρνει, λοιπόν, μαζί του το δρόμο της αναγκαστικής εξορίας, καθώς καταδιώκονται και οι δύο από τους συμπατριώτες του νεαρού Κόρτνι. Ο τελευταίος, παρέα με τους φίλους του ιθαγενείς, προσπαθεί να την οδηγήσει σε μια νέα ζωή, μακριά απ’ τους κινδύνους που παραμονεύουν σε κάθε γωνιά της άγριας αφρικανικής φύσης κι από την κακία των ανθρώπων. Η πορεία τους είναι δύσκολη, πολλές φορές θα δουν από κοντά το πρόσωπο του θανάτου, αλλά και οι δύο είναι αποφασισμένοι να αγωνιστούν και να πετύχουν τους στόχους του: Ο Τζιμ να γιατρέψει και κατακτήσει τη ματωμένη της καρδιά, η Λουΐζα να ξεφύγει από τους εφιάλτες της και να μπορέσει να δείξει εμπιστοσύνη στον άνθρωπο.
Ο «Γαλανός Ορίζοντας» είναι ένα ογκώδες μυθιστόρημα με πολλές κορυφώσεις, που ώρες ώρες γίνεται στ’ αλήθεια συναρπαστικό. Ο Σμιθ, εξαιρετικός παραμυθάς καταφέρνει και ζωντανεύει ένα ολόκληρο σύμπαν στη φαντασία του αναγνώστη, περιγράφοντας σκηνές ανείπωτης ομορφιάς αλλά και ωμότητας. Μιλά για ένα σκληρό κόσμο, που κι αυτός όμως μπορεί να γίνει όμορφος χάρη στη δύναμη της αγάπης αλλά και τη μαγεία της φύσης.
Αν σας αρέσει να διαβάζετε μια καλή περιπέτεια, αλλά και να μαθαίνετε κάποια πράγματα για άγνωστους πολιτισμούς, το βιβλίο αυτό θα σας καθηλώσει. Όπως γράφει και κάποιος κριτικός στην Ireland on Synday, εδώ έχουμε «μια αφήγηση επικής κλίμακας».

MATTHEW PEARL: Η Λέσχη του Δάντη

Η «Λέσχη του Δάντη» είναι μια αστυνομική ιστορία, ένα λογοτεχνικό δοκίμιο, ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα.
Ο συγγραφέας με αφορμή κάποια ιστορικά και αναμφισβήτητα γεγονότα, φτιάχνει μια ιστορία με πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή και ήρωες κάποιους από τους πιο σημαντικούς αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα: τους Χένρι Γουότζγουερθ Λονγκφέλοου, Όλιβερ Γουέντελ Χολμς και Τζέιμς Ράσελ Λόουελ. Που και που εμφανίζεται και ο Χένρι Ντέιβιντ Θορώ.
Όλα αρχίζουν όταν ο Λονγκφέλοου, παρέα με τον εκδότη Τζ. Τ. Φιλντς και κάποιους φίλους του ποιητές και λόγιους ανακοινώνουν ότι σύντομα θα έχουν έτοιμη την πρώτη αμερικανική μετάφραση της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη.
Το συντηρητικό καταστημένο του Κολεγίου Χάρβαρντ, θέλει να σταθεί εμπόδιο στα σχέδια των ποιητών. Το έργο του άπιστου και καθολικού Δάντη πρέπει να μείνει στο σκοτάδι. Με επικεφαλής το Δόκτορα Μάνινγκ είναι έτοιμοι να εξαπολύσουν μια μεγάλη δυσφημιστική εκστρατεία και να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο ώστε να εμποδίσουν τη δημοσίευση του βλάσφημου έργου. Τα σχέδιά τους, παρά τη τεράστια δύναμη που διαθέτουν μοιάζουν να πέφτουν στο κενό, μέχρι που δυο παράξενες δολοφονίες, εμπνευσμένες από το έργο του Δάντη, καταφέρνουν τα πάνω κάτω.
Οι μόνοι που καταφέρνουν να συνδέσουν τα εγκλήματα με το έργο του ποιητή είναι φυσικά οι μεταφραστές του. Έτσι, χωρίς καλά καλά να το θέλουν, αλλά υποχρεωμένοι από τα γεγονότα αναλαμβάνουν τον άχαρο ρόλο της εξιχνίασης των εγκλημάτων και της ανακάλυψης του δολοφόνου. Τα στοιχεία πολλά, αλλά δε μοιάζουν να οδηγούν πουθενά. Όλοι οι βασικοί ύποπτοι μοιάζουν αθώοι και οι έρευνές τους κάποτε φτάνουν σε αδιέξοδο, βάζοντας σε κίνδυνο ακόμη και τη φιλία τους. Σ’ αυτό τον αγώνα έχουν τη βοήθεια του πρώτου μαύρου αστυνομικού της Βοστόνης.
Ο αναγνώστης ζώντας έντονα τις περιπέτειες των διανοούμενων φίλων, ρωτώντας τα ίδια πράγματα μ’ αυτούς, προσπαθώντας να μπει στη ψυχολογία του δολοφόνου, τη μια σκέφτεται ότι ένοχος είναι ο ένας και την άλλη ο άλλος. Κι όμως η απάντηση είναι μπροστά του συνέχεια, και είναι τόσο φανερή που δεν μπορεί να τη δει.
Ο Περλ έγραψε ένα ευφυές μυθιστόρημα που συναρπάζει τόσο με την πλοκή όσο και με τις ποιητικές του εξάρσεις. Ένα από εκείνα τα βιβλία που δημιουργούν αναγνώστες. Σίγουρα κάποιοι απ’ τους αμερικανούς που το διάβασαν στο τέλος θα έσπευσαν να προμηθευτούν τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη. Οι παραπομπές που γίνονται εδώ είναι στην εξαιρετική μετάφραση/ ανάπλαση του Νίκου Καζαντζάκη.
Κλείνουμε αυτή την αναφορά, με κάποια λόγια με πολύ σημασία που ο συγγραφέας βάζει στο στόμα του Λόουελ: «Μέχρις ότου να μάθει η Αμερική να αγαπά τη λογοτεχνία όχι σαν διασκέδαση, όχι σαν απλά στιχάκια που τα απομνημονεύει κανείς σε μια αίθουσα κολεγίου, αλλά για την εξανθρωπιστική και εξευγενιστική δύναμή της, η χώρα μας δε θα έχει επιτύχει με την υψηλή εκείνη έννοια που μόνη αυτή κάνει ένα λαό έθνος. Εκείνη που τον ανυψώνει από νεκρό όνομα σε ζωντανή δύναμη».

Σύνδεσμος: www.thedanteclub.com

DOUGLAS COUPLAND: Hey Nostradamus

 
Αγορά από το Book Depository

Ο συγγραφέας του διάσημου “Generation X” μ’ αυτό το βιβλίο δείχνει ότι βρίσκεται πάντα σ’ επαφή με την επικαιρότητα, όταν δεν προηγείται αυτής.
Το “Hey Nostradamus” έχει σαν αφετηρία τις μαζικές δολοφονίες φοιτητών στο Κόλουμπαϊν, θέμα με το οποίο καταπιάστηκε και ο Μάικλ Μουρ στο βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ «Ακήρυκτος πόλεμος». Για τους σκοπούς της μυθοπλασίας ο Κούπλαντ μεταφέρει το σκηνικό στον Καναδά. Εκεί, λοιπόν, σε ένα σχολείο και πάλι, κάποιοι νεαροί δολοφονούν εν ψυχρώ κάποιους συμφοιτητές τους. Ανάμεσα στα θύματα είναι και η Σέριλ, η αγαπημένη του Τζέισον, ο οποίος θεωρείται από κάποιους σαν ύποπτος συμμετοχής στη σφαγή. Η πρώτη ξεψυχώντας αφήνει ένα σημείωμα: «Ο Θεός δεν είναι πουθενά, ο Θεός είναι τώρα εδώ», που γίνεται αντικείμενο συζήτησης τόσο ανάμεσα στους επιζώντες όσο και μεταξύ του διψασμένου για συνταρακτικά γεγονότα κοινού.
Ο συγγραφέας, αν και τοποθετεί τη δράση του έργου του στον Καναδά, είναι φανερό ότι γράφοντάς το δεν είχε άλλη σκέψη από το να επικρίνει τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. Μια κοινωνία βαθιά θρησκευόμενη και προοδευτική, συντηρητική και υπέρμαχο του δικαιώματος της οπλοκατοχής.
Η νεκρή Σέριλ, που έχει φωνή και μετά θάνατον, λέει κάπου στο θεό: «Αγαπητέ Θεέ, θα σταματήσω να πιστεύω σε σένα εκτός κι αν μου εξηγήσεις τι καλό θα μπορούσε ποτέ να προκύψει από μία σφαγή…». Το θύμα Σέριλ μοιάζει μετά το θάνατό της να ξυπνά και να αντιλαμβάνεται την πλάνη μέσα στην οποία έζησε. Μία πλάνη που δεν της επέτρεπε να νιώσει ακόμη κι ένα τόσο απλό και ανθρώπινο συναίσθημα όπως ο φόβος: «Ρίζωσαν μέσα μας την ιδέα ότι το να νιώθεις φόβο σημαίνει ότι δεν εμπιστεύεσαι απόλυτα το Θεό». Η Σέριλ είναι οργισμένη με το Θεό και δε χάνει ευκαιρία να τα βάζει μαζί του: «Το ερώτημα μου σε σένα είναι, θα βασανίσεις αυτούς τους κακούργους μπάσταρδους που έκαναν τα φονικά, ή αυτό είναι δουλειά του διαβόλου κι εσύ του δίνεις την υπεργολαβία;»
Υπάρχουν τέσσερις αφηγητές σ’ αυτό το μυθιστόρημα, που παίρνει ο ένας μετά τον άλλο τη σκυτάλη της αφήγησης. Κι ο καθένας αποθέτει τον πολύτιμο λίθο του στο οικοδόμημα του λογοτεχνικού σύμπαντος του Κούπλαντ. Πρώτα η Σέριλ, μετά ο Τζέισον, ύστερα η Χέδερ και στο τέλος ο Ρετζ. Όλοι τους τραγικοί χαρακτήρες. Όλοι τους με λίγα πάθη και πολλά λάθη. Ο Τζέισον να ζει στη σκιά της χαμένης του αγάπης, η Χέδερ να προσπαθεί να τον πείσει και πάλι να αγαπήσει τη ζωή, κι ο Ρετζ, ο θρησκευόμενος πατέρας του Τζέισον (Ο Ρετζ είναι τόσο φανατικός στην πίστη του που κάπου ο Τζέισον λέει: Ο μπαμπάς ζει στον 18ο όροφο. Στο Θεό πρέπει να αρέσουν οι ανελκυστήρες), ν’ αντιλαμβάνεται τελικά στα βαθιά γεράματα πόσο αδίκησε το γιο του και πόσο τυφλός στάθηκε στη διάρκεια της ζωής του.
Ο Κούπλαντ έχει γράψει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για την πίστη και την απώλειά της, για τη βαθιά ριζωμένη στις ψυχές των ανθρώπων θλίψη, αλλά και για τον έρωτα που – αν και κρατάει για πάντα – οδηγείται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη στην καταστροφή.
Η ανά χείρας έκδοση περιλαμβάνει συνέντευξη του συγγραφέα, αναφορές στα γεγονότα που οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου, εκτενής αναφορά στα υπόλοιπα έργα του Κούπλαντ, αλλά και οδηγό ηλεκτρονικών διευθύνσεων.

DAN BROWN: Illuminati. Οι Πεφωτισμένοι

Νομίζω ότι το όνομα του Νταν Μπράουν θα το ακούμε συχνά στο μέλλον, αφού πρόκειται για ένα ταλαντούχο συγγραφέα, που ξέρει να φτιάχνει καλούς μύθους και να τους αφηγείται με εξαιρετική μαεστρία.
Το «Οι Πεφωτισμένοι» είναι ένα μυθιστόρημα με συνεχείς κορυφώσεις, απ’ αυτά που σου κόβουν την ανάσα. Όλα αρχίζουν με τη δολοφονία ενός επιστήμονα, που φέρεται να έχει ανακαλύψει την αντιύλη, το πιο χρήσιμο αγαθό αλλά και το πιο φονικό όπλο όλων των εποχών. Σκοπός των δολοφόνων, που όπως αποδεικνύεται από αδιάψευστα στοιχεία ανήκουν στην οργάνωση των Πεφωτισμένων, δεν είναι άλλος από το να χρησιμοποιήσουν την αντιύλη για να εκδικηθούν τον προαιώνιο εχθρό τους, το Βατικανό, τινάζοντάς το κυριολεκτικά στον αέρα.
Θα μπορέσουν οι «Πεφωτισμένοι» να επιτύχουν το στόχο τους, ή θα καταφέρει κάποιος να τους εμποδίσει; Κι αλήθεια, ποιος στ’ αλήθεια κρύβεται πίσω από τους «Πεφωτισμένους» αφού, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, η οργάνωση διαλύθηκε δεκαετίες πριν; Και, τέλος, ποια φοβερά μυστικά κρύβονται μέσα στα όχι και τόσο απόρθητα τείχη του Βατικανού;
Ένας αμερικανός καθηγητής και η κόρη του δολοφονηθέντος επιστήμονα, καλούνται για να «σώσουν τη μέρα», όπως θα έλεγαν κι οι αμερικανοί. Πρέπει με τα λίγα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους και με τις πολλές γνώσεις που διαθέτουν να νικήσουν στη μάχη ενάντια στο χρόνο. Δεν έχουν παρά λίγες ώρες στη διάθεσή τους μέχρι να γίνει το μεγάλο μπανγκ, που θ’ αφανίσει το Βατικανό και θ’ αλλάξει την ιστορία.
Οι «Πεφωτισμένοι» είναι ένα βιβλίο τούβλο, σ’ ό,τι αφορά το μέγεθός του, που διαβάζεται εύκολα, σαν παραμύθι, προσφέροντας στον αναγνώστη εκτός από υγιή ψυχαγωγία και πολλές γνώσεις, αφού ουσιαστικά τον ξεναγεί στην Πόλη του Βατικανού, στη Ρώμη, στην τέχνη των μεγάλων ζωγράφων και γλυπτών που έγραψαν ιστορία, αλλά του μιλά και για τη φύση, και την τεχνολογία. Είναι ένα απ’ αυτά τα βιβλία που δεν κάνει ν’ αρχίζει κανείς να τα διαβάζει στη διάρκεια της νύχτας, γιατί σίγουρα θα ξημερωθεί και πάλι δε θα θέλει να τ’ αφήσει απ’ τα χέρια του.
Βιβλία όπως αυτό μας κάνουν να σκεφτόμαστε ότι το ελληνικό μυθιστόρημα έχει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμη, μέχρι να γίνει μεγάλο και μοντέρνο. Διαβάστε το.

Σύνδεσμος: www.danbrown.com

Sunday, December 28, 2008

Όσνε Σέιερσταντ: Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ


Το βιβλίο αυτό δε θα το αποκαλούσα μυθιστόρημα, αν και με αυτό τον όρο το παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό η συγγραφέας του. Θα το κατέτασσα μάλλον στην κατηγορία του «Χρονικού» ή αν προτιμάτε της «Μαρτυρίας».
Η Σέιερσταντ ταξίδεψε στο Αφγανιστάν, έζησε εκεί, γνώρισε τη χώρα και τους κατοίκους της και μας μεταφέρει με μυθιστορηματικό τρόπο τις εμπειρίες της, που κάθε άλλο παρά ευχάριστες είναι. Ο «Βιβλιοπώλης της Καμπούλ» είναι απλά η αφορμή, ας πούμε το κλειδί, για την είσοδό μας σ' ένα κόσμο που φαντάζει πολύ μακρινός και «παράλογος» για να 'ναι αληθινός. Σ' ένα κόσμο όπου τους νόμους τους φτιάχνουν και τους εφαρμόζουν μόνο οι άντρες, όπου και το να ερωτευτεί κανείς θεωρείται αμαρτία, όπου η κοινή λογική πεθαίνει στο όνομα μιας θρησκείας, με αφορμή την οποία γίνονται.
Στο Αφγανιστάν, οι γυναίκες στη διάρκεια της δικτατορίας των Ταλιμπάν ήταν δούλες, χωρίς δικαιώματα, μόνο με υποχρεώσεις. Μετά την πτώση του καθεστώτος, τίποτα δε φαίνεται να έχει αλλάξει για εκείνες, ενώ οι άντρες μοιάζουν επιτέλους να μπορούν να ανασάνουν ελεύθερα. Η συγγραφέας δεν χαρίζεται ούτε στις πρώτες, αλλά ούτε και στους τελευταίους. Οι μεν δεν τολμούν να αγωνιστούν και να πάρουν την τύχη τους στα δικά τους χέρια, υποτάσσονται ακόμη στις διαταγές του άντρα-αφέντη. Οι δε μοιάζουν να ζουν σ' ένα δικό ξεχωριστό τους κόσμο, σ' ένα κόσμο που ραγδαία αλλάζει σαρώνοντας πολλά στο πέρασμά του, αφήνοντας όμως πίσω του τις παλιές συνήθειες. Τις χειρότερες απ' τις παλιές συνήθειες. Εκείνες που σου κόβουν τα φτερά λίγο προτού τ' ανοίξεις, λίγο προτού πετάξεις προς ένα καλύτερο αύριο.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα συνταρακτικό ντοκουμέντο, από εκείνα που αξίζει να διαβαστούν από όλους όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται για το τι συμβαίνει, σ' αυτό το όχι και τόσο παγκόσμιο χωριό μας. Το γεγονός ότι «Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ», η πικρή και δύσκολη ετούτη ιστορία γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στον ελλαδικό χώρο, είναι πέρα για πέρα ενθαρρυντικό. Και προσφέρει μια αποστομωτική απάντηση σ' εκείνους που υποστηρίζουν ότι οι έλληνες δε διαβάζουν παρά μόνο εύκολα βιβλία και εύπεπτα αναγνώσματα. Το παρόν είναι μια γροθιά στο στομάχι, μια γροθιά που ανοίγει στο δυτικό αναγνώστη ένα παράθυρο σ' ένα άγνωστό του κόσμο, όπου το άδικο είναι ο κανόνας.

Ακολουθεί ένα εκτενές απόσπασμα/ ντοκουμέντο από το βιβλίο:

Απαγορεύεται η είσοδος στον Παράδεισο

Όταν οι Ταλιμπάν μπήκαν στην Καμπούλ, τον Σεπτέμβριο του 1996, το ράδιο Σαρία μετέδιδε δεκαέξι εντολές. Μια νέα εποχή ξεκινούσε.

1. Απαγορεύεται στις γυναίκες να εκθέτουν το σώμα τους.
Απαγορεύεται οι οδηγοί να παίρνουν γυναίκες που δεν φορούν μπούρκα, αλλιώς θα συλλαμβάνονται. Αν τέτοιες γυναίκες εμφανιστούν στο δρόμο, θα γίνεται έφοδος στα σπίτια τους και οι άντρες τους θα τιμωρούνται. Αν οι γυναίκες φορούν προκλητικά ρούχα και δεν συνοδεύονται από άντρα συγγενή τους, απαγορεύεται στον οδηγό να τις επιβιβάσει στο αυτοκίνητο.

2. Απαγορεύεται η μουσική.
Κασέτες με μουσική απαγορεύονται σε μαγαζιά, ξενοδοχεία, οχήματα και δημόσιους χώρους. Αν σε κάποιο κατάστημα βρεθούν κασέτες, ο ιδιοκτήτης θα συλλαμβάνεται και το μαγαζί θα κλείνει. Αν βρεθεί κασέτα σε κάποιο όχημα, το όχημα θα κατάσχεται και ο οδηγός θα συλλαμβάνεται.

3. Απαγορεύεται το ξύρισμα.
Όποιος ξυρίσει ή κόψει τα γένια του θα φυλακίζεται μέχρι τα γένια του να φτάσουν στο μάκρος μιας γροθιάς.

4. Υποχρεωτική προσευχή.
Η προσευχή θα πραγματοποιείται σε συγκεκριμένες ώρες σε όλες τις περιοχές. Οι ακριβείς ώρες των προσευχών θα ανακοινωθούν από το υπουργείο Προστασίας της Αρετής και Καταπολέμησης της Αμαρτίας. Η κυκλοφορία πρέπει να σταματάει δεκαπέντε λεπτά πριν από την ώρα της προσευχής. Είναι υποχρεωτικό να επισκέπτεται κανείς τα τζαμιά την ώρα της προσευχής. Νέοι άντρες που θα εντοπίζονται στα μαγαζιά, θα φυλακίζονται.

5. Απαγορεύονται οι περιστερώνες και οι κοκορομαχίες.
Αυτή η συνήθεια θα καταργηθεί. Τα περιστέρια και τα πουλιά που θα χρησιμοποιούνται για αγώνες θα θανατώνονται.

6. Εξάλειψη των ναρκωτικών και των χρηστών.
Οι χρήστες ναρκωτικών θα συλλαμβάνονται και οι έμποροι και τα μαγαζιά τους θα κλείνονται. Και οι δύο, ο ιδιοκτήτης και ο χρήστης, θεωρούνται εγκληματίες και θα συλλαμβάνονται και θα τιμωρούνται.

7. Απαγορεύεται το πέταγμα του αετού.
Το πέταγμα του αετού έχει κακές συνέπειες, όπως τα στοιχήματα, οι θάνατοι παιδιών και οι αδικαιολόγητες απουσίες από τα μαθήματα. Τα μέρη που πουλάνε αετούς καταργούνται.

8. Απαγορεύεται η απεικόνιση.
Οι φωτογραφίες σε οχήματα, μαγαζιά, σπίτια, ξενοδοχεία και σε άλλα μέρη αποσύρονται. Οι ιδιοκτήτες πρέπει να καταστρέψουν όλες τις φωτογραφίες στα ανωτέρω μέρη. Οχήματα με φωτογραφίες έμβιων όντων θα ακινητοποιούνται.

9. Απαγορεύονται τα τυχερά παιχνίδια.
Τα κέντρα θα ανιχνεύονται και οι παίκτες θα φυλακίζονται για ένα μήνα.

10. Απαγορεύονται τα αγγλικά και τα αμερικάνικα κουρέματα.
Οι άντρες με μακριά μαλλιά θα συλλαμβάνονται και θα μεταφέρονται στο υπουργείο Προστασίας της Αρετής και Καταπολέμησης της Αμαρτίας για κούρεμα. Ο παραβάτης θα πληρώνει τον κουρέα.

11. Απαγορεύονται οι δανειστικοί τόκοι, οι προμήθειες στην αγορά ξένου συναλλάγματος και οι τόκοι συναλλαγών.
Αυτές οι μορφές συναλλαγών είναι απαγορευμένες από το Ισλάμ. Όποιος παραβεί τους κανόνες θα φυλακίζεται για μεγάλο διάστημα.

12. Απαγορεύεται το πλύσιμο των ρούχων στα ποτάμια.
Οι γυναίκες που παραβαίνουν αυτό το νόμο θα μεταφέρονται με τον απαιτούμενο σεβασμό του Ισλάμ στα σπίτια τους και οι άντρες τους θα τιμωρούνται αυστηρά.

13. Απαγορεύονται η μουσική και ο χορός στις γαμήλιες τελετές.
Αν κάποιος παραβεί αυτό το νόμο, τότε ο αρχηγός της οικογένειας θα συλλαμβάνεται και θα τιμωρείται.

14. Απαγορεύονται τα τύμπανα.
Αν κάποιος παίζει τύμπανα, θα παραπέμπεται στο θρησκευτικό δικαστήριο, που θα αποφασίζει για την τιμωρία του.

15. Απαγορεύεται οι ράφτες να ράβουν γυναικεία ρούχα και να παίρνουν μέτρα σε γυναίκες.
Αν βρεθούν περιοδικά μόδας στο μαγαζί, ο ράφτης θα συλλαμβάνεται.

16. Απαγορεύεται η μαγεία.
Όλα τα σχετικά βιβλία θα καίγονται και ο μάγος θα φυλακίζεται μέχρι να μετανοήσει.

Εκτός απ' αυτές τις δεκαέξι εντολές, μια συγκεκριμένη προειδοποίηση απευθυνόταν στις γυναίκες της Καμπούλ:

Γυναίκες, δεν θα βγαίνετε απ' τα σπίτια σας. Αν το κάνετε, δεν θα βγαίνετε όπως οι γυναίκες που κυκλοφορούσαν με μοντέρνα ρούχα, που βάφονταν έντονα και ήταν εκτεθειμένες σε όλους τους άντρες, πριν το Ισλάμ κυριαρχήσει στη χώρα.
Το Ισλάμ είναι μια λυτρωτική θρησκεία και έχει αποφασίσει ότι οι γυναίκες θα έχουν αξιοπρέπεια. Απαγορεύεται στις γυναίκες να τραβούν την προσοχή των αντρών που τις κοιτάζουν με λαγνεία. Οι γυναίκες έχουν την ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών τους, τη φροντίδα της οικογένειάς τους και τη μέριμνα του φαγητού και των ρούχων. Αν χρειαστεί να βγουν από τα σπίτια τους, θα καλύπτονται σύμφωνα με το νόμο του Σαρία. Αν οι γυναίκες φορούν μοντέρνα ρούχα, στολισμένα, στενά και προκλητικά για να επιδεικνύονται, θα τιμωρούνται από τον ισλαμικό Σαρία και δεν πρέπει να περιμένουν ότι κάποτε θα πάνε στον Παράδεισο. Θα επιπλήττονται, θα ανακρίνονται και θα τιμωρούνται σκληρά από τη θρησκευτική αστυνομία, το ίδιο και ο αρχηγός της οικογένειας. Η θρησκευτική αστυνομία έχει χρέος και ευθύνη να καταπολεμήσει αυτά τα κοινωνικά προβλήματα και θα συνεχίσει το έργο της μέχρι να ξεριζωθεί το κακό.
Αλλάχου ακμπάρ - ο Θεός είναι μεγάλος.

Μετά από τα πιο πάνω ό,τι και αν προσθέσουμε εμείς θα 'ναι περιττό. Το μόνο που θα μπορούμε να κάνουμε είναι να ευχαριστήσουμε το Θεό ή τον Αλλάχ, ή εκείνο το αόριστο κάτι, για τη δική καλή μας τύχη.

ΣΑΚΗΣ ΣΕΡΕΦΑΣ: Αποστολή στη Γη


Το «Αποστολή στη Γη» είναι ένα από τα πιο «απολαυστικά» βιβλία που έχουμε διαβάσει. Αυτή η μικρή νουβέλα μας έκανε να γελάσουμε και να σκεφτούμε, να αναπολήσουμε και να απορήσουμε. Να απορήσουμε για την κατάντια του σύγχρονου ανθρώπου, για τη συνεχή του ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση, αλλά και για τα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζει, που στην ουσία είναι δημιουργήματα της ίδιας του της φαντασίας.
Ο συγγραφέας με αφορμή το εφεύρημα της καθόδου των εξωγήινων στη γη για να μελετήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής, βρίσκει τον ευκαιρία να κάνει ένα γλυκόπικρο σχόλιο για τη σύγχρονη πραγματικότητα που βιώνουμε, για τις πολλές μικρές σκλαβιές μας, για τις καταπιεσμένες μας επιθυμίες. Με όπλα το χιούμορ και τη φαντασία μας μιλά για το τραγικό της ύπαρξης, για την απούσα χαρά, για τη μισοζωή. Συμπέρασμα: Δύσκολοι καιροί για γήινους, αλλά και για εξωγήινους!
«Πλανήτης Γη, Θεσσαλονίκη. Ο Κας και η Φος περπατούν στους δρόμους της πόλης. Χαϊδεύουν τυρόπιτες. Διασχίζουν ένα μωρό. Ξεβιδώνουν τη Μαντάμ Μποβαρύ. Συνομιλούν μ' ένα γόνατο. Γευματίζουν μ' ένα βόδι από βήτα. Σκανάρουν ένα φαγγρί. Βολτάρουν στην παραλία. Αναρωτιούνται. Τρώει σπόρια ο Nick Cave; Τι εντόσθια έχει ένα ραντεβού; Να βγάλουν και δρακουλίνια με τη σαμπάνια στο δείπνο; Και χειρόκτια; Ουφ, είναι ζόρικο πράμα μια αποστολή στη Γη.» Δεν είναι;
Οι εξωγήινοι που μας επισκέπτονται μέσω της γραφίδας του Σερέφα είναι τυχεροί. μια μόλις βδομάδα είναι αναγκασμένοι να ξοδέψουν σ' αυτό τον πλανήτη και είναι αρκετή. Στη διάρκειά της θα μάθουν πολλά, θα κάνουν πολλά, θα φάνε και θα πιούνε πολύ, θα μας χαρίσουν άφθονο γέλιο. Ο συγγραφέας, κοιτώντας την πραγματικότητα από κάπου άλλου, έχει την ευκαιρία να μάθει και να μας αποκαλύψει κάποιες οδυνηρές αλήθειες, διασκεδάζοντάς μας ταυτόχρονα. Από τις πλέον σπαρταριστές σκηνές του βιβλίου είναι εκείνες με τον αποσβολωμένο νεκροθάφτη, ενώ γέλιο χαρίζουν και οι στιγμές «περισυλλογής» του αυτοσαρκαζόμενου εξωγήινου συγγραφέα.
Διαβάζοντας τις τελευταίες αράδες της «Αποστολής στη Γη» συνέλαβα τον εαυτό μου να μονολογεί: «Αχ και νάχε κι άλλο». Τέτοιου είδους αναγνώσματα σπανίζουν στην ελληνική πεζογραφία κι έτσι όταν ένα απ' αυτά σκάει μύτη στην επιφάνεια, δεν μπορούμε παρά να το αγκαλιάσουμε σαν ένα αγαπημένο παιδί. Ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει άλλα βιβλία του Σάκη Σερέφα, όμως αν μπορώ να κρίνω από το συγκεκριμένο δείγμα, ο συγγραφέας αυτός κρύβει μέσα του μια πλούσια λογοτεχνική φλέβα, την οποία αξίζει τον κόπο να ανακαλύψουμε.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ: Θάνατος το ξημέρωμα


Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο που κυκλοφορεί η Σώτη Τριανταφύλλου σε λιγότερο από ένα χρόνο. Περιλαμβάνει δύο διαφορετικού ύφους και εποχής διηγήματα και υπάγεται στη νέα σειρά Μικρός Ιανός, που εγκαινίασε πρόσφατα ο καλός εκδοτικός οίκος της Θεσσαλονίκης.
Το «Θάνατος το ξημέρωμα» μας μεταφέρει στην Αγγλία του χθες, που δε μοιάζει να διαφέρει και πολύ απ' αυτή του σήμερα. Διαβάζουμε για ρομαντικές πριγκίπισσες και δολοπλόκους πρίγκηπες, για άσωτους βασιλιάδες και άτυχες βασίλισσες, για φονικά και εκτελέσεις.
Η Τριανταφύλλου ρίχνει μια ειρωνική ματιά στα γεγονότα και τους ανθρώπους. Γελά με τους ήρωές της. Τους κοροϊδεύει... Την ιστορία η Ιωάννα την έπαιζε στα δάχτυλα. όχι ότι αυτό τη βοήθησε σε τίποτα.
Με μια λέξη θα χαρακτηρίζαμε αυτό το διήγημα «ιστορικό», έτσι με τα εισαγωγικά του, αφού «ιστορικό» το κάνει ο χρόνος που διαδραματίζονται τα γεγονότα και όχι ο μύθος του, μια και στη βασιλική Αγγλία, όσα χρόνια κι αν περάσουν τίποτα δε μοιάζει να αλλάζει.
«Ο θάνατος του Ναπολέοντα (Φίνλεϋ)» τιτλοφορείται το δεύτερο διήγημα. Μ' αυτό η συγγραφέας, μετά από ένα μεγάλο σχετικά διάστημα, επιστρέφει στους αγαπημένους της δρόμους στο Κανάρζι του Μπρούκλυν. Εκεί όπου συναντά τον Ναπολέοντα Φίνλεϋ, ένα μαύρο παιδί, ψηλό, σκληρό και τρυφερό που παίζει μπάσκετ. Ένα παιδί που βαριέται τον κρύο καιρό της Νέας Υόρκης, που μπλέκει συχνά πυκνά με τους μπάτσους, που τρώει ντόνατς με τη φίλη του την ελληνίδα και που ονειρεύεται την Καλιφόρνια. Κάποια στιγμή θα φύγει με προορισμό τη γη των ονείρων του, αφήνοντας πίσω του φίλους, γνωστούς και προβλήματα. Αλλά, απ' ότι φαίνεται η μοίρα η κακιά τον κυνηγά, και θα τον χτυπήσει, πάνω που νόμιζε επιτέλους πως θα μπορούσε να δοκιμάσει ένα κομμάτι απ' την πίτα της ευτυχίας.
Το διήγημα αυτό μας μιλά για την απώλεια. Για την απώλεια του ανθρώπου, του ονείρου, του δικαιώματος στη χαρά. Η Τριανταφύλλου δε χάνει κι εδώ την ευκαιρία να ρίξει ένα αφορισμό για τους νόμους που συχνά γίνονται άδικοι: «Τι να περιμένει κανείς από ένα σύνταγμα του 18ου αιώνα; Το σύνταγμα είναι ένα κωλόχαρτο.»
Θα ήταν περιττό να πούμε - κι όμως το λέμε! - ότι και τα δύο κείμενα διαβάζονται απνευστί και καθηλώνουν τον αναγνώστη.

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ: Εσύ, γλυκιά μου εξουσία


Δε διάβασα καθόλου κριτικές γι' αυτό το βιβλίο κι έτσι δεν ξέρω πως υποδέχθηκαν οι «έγκριτοι» κριτικοί το νέο συγγραφικό εγχείρημα της Μάιρας Παπαθανασοπούλου. Όχι πως θ' άλλαζε και κάτι δηλαδή, αν τύχαινε να διαβάσω κάποια κριτική. Απλά θα ήθελα να δω, αν κάποιος από τους μόνιμους επικριτές της συγγραφέως, θα τολμούσε να ομολογήσει το αυτονόητο: το ότι δηλαδή η Μάιρα και ταλέντο διαθέτει, αλλά και πολύ χιούμορ.
Θυμάμαι όταν κυκλοφόρησε το «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» πόσες ομοβροντίες αρνητικών σχολίων το υποδέχθηκαν, εκ μέρους των κριτικών, ενώ το κοινό το αγκάλιασε. Τότε, σε μια παρουσίαση σε κυπριακή εφημερίδα, είχα γράψει ότι στο εν λόγω βιβλίο, μπορούσε κανείς να διακρίνει πολλά θετικά στοιχεία, με πρώτα και καλύτερα το μύθο και το χιούμορ.
Τα χρόνια πέρασαν και η συγγραφέας δε με απογοήτευσε. Το παρόν είναι ένα βιβλίο σχόλιο για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία της μίζας, της λούφας και της αρπαχτής. Την κοινωνία όπου μετράει το φαίνεσαι και όχι το είσαι. Όπου όλα είναι δημόσιες σχέσεις και όπου όλοι αποζητούν με πάθος, ω, ναι, τη γλυκιά τους εξουσία.
Η Παπαθανασοπούλου στήνει μια αριστοτεχνική φάρσα με πολλά ευτράπελα και ανατροπές. Προσκαλεί τον αναγνώστη σε μια βόλτα στα ενδότερα των μηχανισμών εξουσίας, κλείνοντάς του ταυτόχρονα το μάτι. Σα να του λέει ότι όλα είναι ένα ψέμα. Δεν είναι;
Η ιστορία καταπιάνεται με τη μοίρα ενός αφημένου στη μοίρα του χωριού, που ξαφνικά, χάρη στην έμπνευση ενός πολιτικού, μπαίνει στο χάρτη της Ελλάδας και στο επίκεντρο της προσοχής όλου του κόσμου. Όλα αρχίζουν όταν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στέλνει εκεί ένα νεαρό βουλευτή με την αποστολή να μετατρέψει το χωριό σε… μοντέλο ανάπτυξης. Στην αρχή ο νεαρός αντιμετωπίζει την καχυποψία και τις επιφυλάξεις των κατοίκων, αλλά σιγά σιγά κατορθώνει και κερδίζει την εμπιστοσύνη τους και πετυχαίνει τους στόχους του. Αλλά, τίποτα σ' αυτή τη ζωή δεν είναι δωρεάν, ή όπως λένε οι θυμόσοφοι: πίσω έχει η γάτα την ουρά, καθώς όλοι σχεδόν οι ήρωες πέφτουν θύματα μιας σκοτεινής δολοπλοκίας.
Με όπλο και πάλι το χιούμορ, η συγγραφέας φτιάχνει ένα ευτράπελο σύμπαν, όπου όλα μπορούν να συμβούν και συμβαίνουν. Μερικές σκηνές είναι πραγματικά ξεκαρδιστικές και δε διαγράφονται εύκολα από τη μνήμη του αναγνώστη, με πρώτη και καλύτερη τη σκηνή μιας κηδείας, όπου όλοι γίνονται λιώμα με επικεφαλής τον τραχύ παπά της ενορίας.
Η Μάιρα Παπαθανασοπούλου μ' αυτό το βιβλίο δίνει τις δικές της απαντήσεις. Οι επικριτές κριτικοί θέλουν να τις ακούσουν ή να τις διαβάσουν;

ΕΡΣΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ: Δαμάζοντας το κτήνος


Το «Δαμάζοντας το κτήνος» μου άρεσε περισσότερο από το βραβευμένο «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές». Ίσως να 'ναι το θέμα του, ίσως η γραφή του, δεν ξέρω. Όπως και να 'χει, το παρόν είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που μιλά για τη σύγχρονη αθηναϊκή κοινωνία του πλούτου, της φτώχειας και της λαμπερής υποκρισίας.
Ήρωές του, ένας επιτυχημένος πολιτικάντης, μόνιμα αυτοθαυμαζόμενος, η δυστυχής του σύζυγος που ψάχνεται κι άλλου, ο γιος του που αντί με τα καλά παιδιά των βορείων προαστίων προτιμά να κάνει παρέα μ' αλήτες, και ένας μυστηριώδης νεαρός που αρέσκεται να καταδιώκει τον πρώτο με το αυτοκίνητό του.
Το βιβλίο αιωρείται ανάμεσα στο κοινωνικό δράμα και τη φάρσα. Η συγγραφέας παίζει με τους ήρωές της και τα προσωπικά τους δράματα, δοκιμάζει τις αντοχές τους. Έτσι, βλέπουμε τον πανίσχυρο πολιτικάντη Άρη Παυλόπουλο, να κάνει τα πάντα και να γίνεται χαλί για τον πατήσει ένα νυμφίδιο. Τη γυναίκα του, να τη βρίσκει μ' ένα πιτσιρίκο, το γιο του να μην ξέρει που παν τα τέσσερά του. Μιλάμε για μια υποδειγματική οικογένεια, όπου ο καθένας έχει τα δικά του σκοτεινά μυστικά.
Αλλά, μια κατάσταση σαν αυτή θα ήταν αδύνατον να διατηρηθεί για πάντα. Οι ισορροπίες είναι εύθραυστες και κάποια απ' αυτές κάποτε θα σπάσει. Και τότε; Θα καταρρεύσουν όλα σα χάρτινος πύργος, ή η ψευδαίσθηση οικογένειας θα επιβιώσει τελικά, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις;
Η συγγραφέας μιλά με σκληρό τρόπο για το ζώο που αποκαλούμε άνθρωπο. Για την ανάγκη του για αυτοεπιβεβαίωση έστω μέσω της επιβολής, για τα συνεχή ψέματα που τόσο πολύ τα συνηθίζει που στο τέλος φτάνει να τα θεωρεί αλήθειες της ζωής. Μας μιλά για τον άνθρωπο-υποκριτή, που θεωρεί εαυτόν κάτι ανώτερο από τους άλλους, που πιστεύει ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά του, ή έστω να τα καθυστερήσει, ακόμη κι αν αυτό το άτομο είναι η ίδια του η μάνα, η μάνα που μόλις άφησε την τελευταία της πνοή: «Ευχήθηκε να μην είχε υποφέρει πολύ… Ευχήθηκε επίσης να τον είχε αφήσει στην ησυχία του και να πέθαινε λίγες μέρες αργότερα ώστε να είχε προλάβει να τελειώσει το ποίημα.» Το ποίημα, που θα τον καταξίωνε, όπως πίστευε, στον καλλιτεχνικό χώρο.
Το «Δαμάζοντας το χτήνος» είναι ένα δυνατό βιβλίο, σύγχρονο, το οποίο αναφέρεται σε πράγματα και άτομα που βλέπουμε να κινούνται καθημερινά γύρω μας, δίνοντάς μας τα «φώτα» τους, ορίζοντας τις ζωές μας.

ΧΙΝΕΡ ΣΑΛΕΜ: Το ντουφέκι του πατέρα μου


«Με λένε Αζάντ Σερό Σελίμ. Είμαι εγγονός του Σελίμ Μαλέι. Ο παππούς μου είχε πολύ χιούμορ. Έλεγε πως είχε γεννηθεί Κούρδος, σε μια ελεύθερη γη. Ύστερα ήρθαν οι Οθωμανοί και είπαν στον παππού μου: είσαι Οθωμανός, και έγινε Οθωμανός. Μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε Τούρκος…».
Το πιο πάνω απόσπασμα, που φιλοξενείται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ίσως να περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο το τι σημαίνει να είσαι Κούρδος. Το τι σημαίνει να ανήκεις σ' ένα κατατρεγμένο λαό, που για αιώνες μιλάει και ακούει για πατρίδα αλλά πατρίδα δε βλέπει, σ' ένα λαό συνώνυμο με την προσφυγιά, σ' ένα λαό εξαπατημένο απ' τους μεγάλους ηγέτες και ανήμπορο ν' αγωνιστεί αποτελεσματικά για το δικαίωμα του και μόνο να υπάρχει.
Ο Χινέρ Σαλέμ μας μιλά για μια ακόμη από τις μαύρες σελίδες του βίου και της πολιτείας του αξιοθαύμαστου κυρίου Σαντάμ Χουσέιν. Με απλά λόγια μας περιγράφει εικόνες φρίκης, μας αφηγείται γεγονότα ενοχλητικά, μας δείχνει το θάνατο που παραμονεύει σε κάθε γωνιά του δρόμου. Τα όσα αναφέρει σ' αυτό το βιωματικό βιβλίο καλό θα ήταν να μελετηθούν σε βάθος από όλους όσοι κάποτε υποστήριζαν το καθεστώς Σαντάμ, να τους προβληματίσει, να τους βγάλει από τη μεγάλη τους πλάνη.
Ο δρόμος, η ζωή, ο χρόνος, όλα είναι πόνος για τους Κούρδους. Παρ' όλα αυτά βρίσκουν το κουράγιο και συνεχίζουν. Κάνουν όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Ζωγραφίζουν το χάρτη της πατρίδας τους στο χώμα, και τολμούν ακόμη και χαμογελούν.
Δεν είναι λίγο αυτό που καταφέρνει με τη γραφίδα του ο Χινέρ. Καταφέρνει να μας μιλήσει με πικρό χιούμορ για της φυλής του το μεγάλο αχ. Για τις παραδόσεις, τις τόσο αναχρονιστικές, αλλά και τόσο ζωντανές. Για την ανάγκη του κάθε ανθρώπου να αισθάνεται χρήσιμος και σημαντικός, κι ας μην είναι παρά ένα μικρό κι αδύναμο πιόνι στη σκακιέρα του κόσμου τούτου.
Το «Ντουφέκι του πατέρα μου», παρ' ότι ντοκουμέντο θα μπορούσε να διαβαστεί και σα μια αλληγορία: για το άνοιγμα των φτερών προς την ελευθερία, για τις απότομές πτώσεις. Είναι ένα γλυκόπικρο κείμενο, που πρέπει να διαβαστεί, γιατί - αν μη τι άλλο - μπορεί και μας ανοίγει τα μάτια. Τα μάτια που κρατούσαμε ερμητικά κλειστά σε καθετί που ξέφευγε απ' τα ετσιθελικά πιστεύω και τις ιδεοληψίες μας.
Η μετάφραση της Έφης Κορομηλά, πολύ καλή. Παραδίδει στον έλληνα αναγνώστη την αμεσότητα, το χιούμορ και την απλότητα του πρωτότυπου κειμένου, χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα.

ΑΝΙΤΑ ΜΠΡΟΥΚΝΕΡ: Το επόμενο μεγάλο γεγονός


Η Ανίτα Μπρούκνερ, μια από τις μεγαλύτερες συγγραφείς της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, μας μιλά εδώ για τη μοναξιά των ηλικιωμένων ατόμων, και για τα προβλήματα που δημιουργεί στους ανθρώπους που υποφέρουν απ' αυτήν.
Είναι η ιστορία του Χερτς, ενός «μετρίου μέτριου και πάντα μετρημένου» ανθρώπου που έζησε τη ζωή του ολόκληρη σα μια συνήθεια. χωρίς εξάρσεις, χωρίς σκαμπανεβάσματα, μια ζωή άδεια, πληκτική. Το μόνο καλό πράγμα που συνέβηκε ποτέ στα 73 χρόνια της ύπαρξής του ήταν η γνωριμία του με την Τζόζη, μια γυναίκα που έζησε για λίγο μαζί του, τον έκανε να νιώσει άντρας, και μετά έφυγε. Απλά επειδή δεν τον άντεχε άλλο. Ούτε εκείνον, ούτε τους ηλικιωμένους του γονείς.
Η Τζόζη αγαπούσε και ήθελε να ζει τη ζωή. Ο Χερτς ήταν απλά μια παραφωνία μέσα σ' αυτή. Και τώρα, νιώθει πιο μόνος και απελπισμένος παρά ποτέ άλλοτε. Ζει μόνο με τις αναμνήσεις, ζει μες τις αναμνήσεις. Θυμάται την Τζόζη, θυμάται όλο και πιο συχνά τον πρώτο του έρωτα, τη Φάνυ, προσπαθεί να βρει κάποιο σημάδι ότι το μακρύ πέρασμά του απ' τη ζωή θ' αφήσει κάποιο σημάδι πίσω του, αλλά μάταια. Ο Χερτς μοιάζει απλά σα να μην υπήρξε ποτέ.
Το μόνο που τον σώζει απ' την τρέλα, την οποία πλησιάζει ωστόσο επικίνδυνα, είναι η άφιξη στο κτήριο όπου διαμένει μιας όμορφης νέας γυναίκας, που ακούει στο όνομα Σόφη. Η γυναίκα αυτή μοιάζει να ξυπνά μέσα του κάποια αιώνια ξεχασμένα ένστικτα, τον κάνει να θυμηθεί ότι είναι άντρας, κι ας ξέρει απ' την αρχή ότι το παιχνίδι είναι χαμένο.
Η τύχη μοιάζει να παίζει μαζί του και είναι σκληρή. Τη μια τον ανεβάζει στον ουρανό και την άλλη τον ρίχνει στο γκρεμό. Του χαμογελά και τον κτυπά. Τον παρηγορά και το χλευάζει.
Το «Επόμενο μεγάλο γεγονός» είναι η ιστορία ενός ανθρώπου καταδικασμένου στη μοναξιά απ' τον ίδιο του τον εαυτό. Κάποιου που δε θα μάθει ποτέ στ' αλήθεια τι πάει να πει ευτυχία, απλά γιατί δεν του ταιριάζει. Είναι μια ιστορία σκληρή, κι απόλυτα ρεαλιστική. Μιλά για κάποια πράγματα με τα οποία επιμελώς αρνούμαστε ν' ασχοληθούμε, για τον πόνο, τη μοναξιά, την απόγνωση του ανθρώπου μπροστά στη σκιά του θανάτου. Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που έχει να πει πολλά για τη σύγχρονη κοινωνία του εγωισμού και της αποξένωσης, στην οποία ζούμε.

ΜΑΡΙΑ ΠΑΟΥΕΛ: Δεσμά Αίματος


Η Μαργαρίτα είναι μια νέα, μοντέρνα γυναίκα που διασχίζει τις θάλασσες της ζωής χωρίς πυξίδα. Νιώθει χαμένη, δεν ξέρει τι θέλει, ή ίσως και να ξέρει, αλλά το ερώτημα είναι πως θα το αποκτήσει.
Χωρίς να είναι άδεια, η ζωή της μοιάζει μονότονη, προδομένη. Φαίνεται να μη ζει στον κόσμο ετούτο αλλά, μες το μυαλό της. Το μυαλό που όλο ταξιδεύει στα παλιά, σε κάποιες αναμνήσεις που θα έπρεπε από καιρό να είναι ξεχασμένες. Τι της καίει τα σωθικά; Τι δεν αφήνει για στιγμή τη σκέψη της να γαληνέψει;
Το «Δεσμά Αίματος» δεν είναι μια συνηθισμένη ιστορία. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που και η ίδια της η ζωή θυμίζει ερωτηματικό. Απ' όλα αυτά που έζησε, τα λίγα, τι ήταν αυτό που τη σημάδεψε; Ποιο είναι το μυστικό που αν δε βγει στο φως, αποκλείεται ν' αγγίξει κι αυτή, έστω φευγαλέα, την ευτυχία; Και γιατί ορίζει τόσο τη ζωή της η σχέση με το νεκρό της πατέρα; «Μετά το θάνατο του πατέρα μου κολυμπούσα σε ένα πέλαγο μοναξιάς. Ίσως αυτό θα πει πένθος, να πλέεις σε μια θάλασσα, χωρίς ελπίδα να φτάσεις κάποτε στη στεριά.»
Ίσως στεριά της να ήταν ο Κάππα. Ο μυστηριώδης εραστής της. Κάποιος με άγνωστο παρελθόν και μυστήριο παρόν. Θα μπορούσε αυτός να τη σώσει; Αλλά πως; Αφού, αυτός ποτέ δε μένει για πολύ σ' ένα τόπο. Όλο ταξιδεύει. Έρχεται κάθε τόσο, σμίγουν και φεύγει. Πως θα μπορούσε να στηριχτεί πάνω του;
Η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που ζει τη δική της Οδύσσεια. Μια Οδύσσεια εσωτερική, που είτε θα την οδηγήσει στη νοητή Ιθάκη, είτε θα καταστρέψει μια για πάντα τον ψυχικό της κόσμο.
Σαν καρυδότσουφλο στο πέλαγος της ζωής μοιάζει η Μαργαρίτα. Δεν ορίζει τίποτα στη ζωή της. «Καμιά φορά σκέφτομαι πως η ζωή μου ήταν μια σειρά από συμπτώσεις», λέει. Και κάπου έχει δίκιο. Αν δεν υπήρχε η μοίρα και τα παιχνίδια της, όλα θα έμεναν για πάντα τα ίδια στον κόσμο της. Ίσως ο πατέρας της να ζούσε για πάντα, ίσως να συνέχιζε να δίνεται εις τους αιώνας των αιώνων στον άγνωστο εραστή της. Μόνο η μοίρα τη σώζει απ' τη θανάσιμη πλήξη.
Η Πάουελ φιλοτεχνεί ένα αριστουργηματικό πορτρέτο της ηρωίδας της, μιας γυναίκας που σε πρώτο πρόσωπο μας ξεναγεί στα σκοτεινά δρομάκια της ψυχής της.
Ένα βιβλίο για τη μοναξιά, αλλά και για τον πόνο, και για την πιθανή παράνοια που τη συνοδεύει.

ΑΝΤΟΝΙ ΛΙΜΠΕΡΑ: Η δασκάλα των γαλλικών


Η “Δασκάλα των γαλλικών” είναι ένα λίγο παράξενο αλλά πολύ γοητευτικό βιβλίο, το οποίο διατρέχει μια γλυκόπικρη διάθεση που καθηλώνει.

Τα γεγονότα που αφηγείται ο Λιμπέρα διαδραματίζονται στη διάρκεια των γκρίζων χρόνων του σοβιετικού ελέγχου στην Πολωνία. Η χώρα μοιάζει να έχει πέσει σε χειμερία νάρκη απ’ την οποία φαινομενικά κανείς δεν μπορεί να ξυπνήσει. Κι όμως παρόλο το κρύο και το σκοτάδι, εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιες εστίες φωτός. Τέτοια είναι και μια καθηγήτρια γαλλικών σ’ ένα γυμνάσιο. Μια γυναίκα που μοιάζει από πάγο, αλλά εκπέμπει θερμότητα. Κάτι που αντιλαμβάνεται μονάχα ο ήρωας και αφηγητής αυτού του βιβλίου που υπήρξε μαθητής της.

Ο αφηγητής φαίνεται να σκέφτεται με μια γλυκιά νοσταλγία το παρελθόν του, κι ας είχε σαν κυρίαρχα στοιχεία του την ανελευθερία και τις μεγάλες απογοητεύσεις. Όχι, δε νοσταλγεί το καθεστώς, απλά θυμάται τη γλυκιά νιότη που μες στην ορμητικότητά της τον έριχνε σε περιπέτειες, του άνοιγε δρόμους και τον έβαζε σε μπελάδες.

Το μεγάλο συν αυτού του βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας ξέρει από πρώτο χέρι αυτά που περιγράφει οπόταν το κείμενό του που και που παίρνει τη μορφή μαρτυρίας: για το χθες που έφυγε, για το αύριο που προδιαγράφεται πιο φωτεινό. Αφετηρία όλων φυσικά ο έρωτας. Ο έρωτας του μαθητή για την όμορφη καθηγήτρια, αλλά και ο έρωτάς του για την ελευθερία που αυτή αντιπροσωπεύει. Ένας έρωτας που τον βάζει σε κινδύνους και του ανοίγει προοπτικές, που τον ρίχνει ψυχολογικά επειδή δεν γνωρίζει ανταπόκριση, αλλά του πλαταίνει τους ορίζοντες.

Είναι πολλοί οι δρόμοι που οδηγούν στην αυτοδικαίωση. Ο νεαρός μας ήρωας επιλέγει τον πιο δύσκολο, το λιγότερο ταξιδεμένο. Το δρόμο που θα τον οδηγήσει είτε στην κορυφή είτε στη μοιραία πτώση. Όσο τον βαδίζει μαθαίνει πολλά, χάνει πολλές αυταπάτες, πέφτει, σηκώνεται, πεισμώνει, συνεχίζει. Είναι ένας καλλιτέχνης (συγγραφέας), που στην πορεία γίνεται ένας καλλιτέχνης της ζωής, αλλά και της πονηριάς. Κάποιος που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα φτάσει στο στόχο του, κι ας μην είναι ο πλέον επιθυμητός.

Ο συγγραφέας με μια προφορική σχεδόν γλώσσα μας περιγράφει με χιούμορ και στοργή πολλές τραγελαφικές καταστάσεις, αλλά και κάποιες τραγικές, που -σαν φτάσει και πάρει μπρος το κείμενο-, κρατούν σε εγρήγορση τον αναγνώστη, χαρίζοντάς του κάποιες πραγματικά απολαυστικές στιγμές.

Όπως γράφει η Sunday Times ο αφηγητής “… οικτιρεί την εποχή της μετριότητας στην οποία ζει…”, ενώ σύμφωνα με το Kirkus Reviews: “Όποιος αγάπησε το Διαβάζοντας στη Χάννα θα εκπλαγεί μ’ αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα”.

Ο Άντονι Λιμπέρα γεννήθηκε το 1949 και εκτός από τη συγγραφή ασχολήθηκε με τη μετάφραση και την σκηνοθεσία. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, όλα τα έργα του Μπέκετ στα πολωνικά και έχει σκηνοθετήσει τα περισσότερα από αυτά με μεγάλη επιτυχία. Ο Λιμπέρα γράφει επίσης και μεταφράζει λιμπρέτα, κυρίως σε συνεργασία με τον κορυφαίο Πολωνό συνθέτη Κρίστοφ Πεντερέτσκι. Το 1998 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, τη “Δασκάλα των γαλλικών” που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος Ζνακ. Το βιβλίο κυκλοφορεί ήδη σε δέκα γλώσσες.

Στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.

ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΦΡΑΝΖΕΝ: Οι διορθώσεις


Ευχαριστούμε, αλλά δεν θα πάρουμε. Αν και απ’ αυτή τη στήλη δεν το συνηθίζουμε να «θάβουμε» βιβλία, σ’ αυτή την περίπτωση θα κάνουμε μια εξαίρεση. Βλέπετε, έχουμε μπουχτίσει. Έχουμε βαρεθεί να πιάνουμε στα χέρια μας πολυδιαφημισμένα και βραβευμένα βιβλία, που στο τέλος αποδεικνύονται… μάπες!

Τι μύγα μας τσίμπησε; Μα, η μύγα του δικαίου! Οι «Διορθώσεις» του κύριου Φράνζεν τιμήθηκαν με το αμερικανικό National Book Award, δηλαδή ανακηρύχθηκαν το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς στις ΗΠΑ. Διαβάζοντάς το γεννήθηκε στο μυαλό μας μια μεγάλη απορία: «ΓΙΑΤΙ;» Να μας συγχωρούν οι πέρα του Ατλαντικού αναγνώστες, αλλά αν αυτό είναι το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς γι’ αυτούς, τότε η λογοτεχνία τους περνά μια βαθιά κρίση.

Το βιβλίο αυτό είναι κάτι σαν το «Τόλμη και γοητεία» σε γραπτή μορφή με μια ιδέα κοσμοπολιτισμού. Μονάχα αυτό. Όταν διαβάζει κανείς ένα μυθιστόρημα 760 σελίδων που δεν έχει να πει απολύτως τίποτα, πως πρέπει να αντιδράσει; Ε, εγώ πήρα ανάποδες στροφές, οργίστηκα. Οι «Διορθώσεις» είναι μια ιστορία για αμερικανάκια, για την τόσο ιερή και γεμάτη υποκρισία οικογένειά τους. Μια καλογραμμένη ιστορία, δε λέω, αλλά χωρίς λόγο ύπαρξης. Σ’ ό,τι αφορά τον όγκο της μάλλον θα οφείλεται στο περίφημο πια Make it big των αμερικάνων. Δίχως καμία υπερβολή, αν αφαιρούσαμε τα δύο τρία από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, δε θα άλλαζε συνταρακτικά κάτι. Ίσως να γινόταν και πιο ευανάγνωστο.

Καλά, θα μου πείτε, τόσο κακό είναι; Ναι! θα σας απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο συγγραφέας απλώς κατασκεύασε ένα ογκώδες πόνημα, χωρίς οικονομία λόγου, χωρίς ουσία. Και στη συνέχεια, όλοι έτρεξαν να χαιρετήσουν αυτό το τίποτα, να το αγοράσουν και στο τέλος να το βραβεύσουν κιόλας. Οι εγχώριοι κριτικοί τι έκαναν; Ακολούθησαν το χαραγμένο δρόμο: Εντόπισαν τις ανύπαρκτες αρετές και χαιρέτισαν το ταλέντο του συγγραφέα. (Αυτό δεν έκαναν;). Αν ταλέντο θεωρείται η περιγραφή της μάχης ενός άρρωστου γέρου με τα… κουράδια του, επί τρεις σελίδες, εγώ τι να πω!

Οι αμερικανοί (και οι αγγλοσάξονες γενικότερα) μας πουλούν για μία ακόμη φορά χάντρες για μαργαριτάρια. Η πλάκα είναι πως όντως πιστεύουν ότι οι χάντρες αυτές είναι μαργαριτάρια. Και για να ρίξω την μπηχτή μου ερωτώ: «Αν αυτό είναι ό,τι καλύτερο έχουν να μας προσφέρουν οι αμερικανοί, γιατί να μην τους στείλουμε τη Σώτη Τριανταφύλλου να τους παραδώσει μερικά μαθήματα δημιουργικής γραφής; Έτσι, κι αλλιώς και τα της Αμερικής καλύτερα απ’ αυτούς τα περιγράφει!»

Μετά την υπερτιμημένη «Εξιλέωση», έφτασαν οι υπερτιμημένες «Διορθώσεις». Τι άλλο θα δουν τα μάτια μας; Προφανώς πολλά. Έτσι, νομίζω πως έφτασε η ώρα ν’ αρχίσουμε να λέμε «Όχι» στις διαφημιστικές σειρήνες των διεθνών μπεστ σέλερ, και να κάνουμε πιο προσεκτικές επιλογές. Ή, ακόμη καλύτερα θα ήταν, αν στρέφαμε το βλέμμα μας στην εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή που έχει πολλά να μας προσφέρει, και που παρά τα όποια προβλήματα ή παρατράγουδα τα τελευταία χρόνια περνά μια παρατεταμένη άνοιξη.

Όσο για το συγγραφέα αυτού του βιβλίου θα του λέγαμε: «Κύριε Φράνζεν, το βραβείο (που σας έδωσαν) είναι δικό σας, αλλά χάσατε.» Α, μα πια!

Οι «Διορθώσεις» κυκλοφορούν από την Ωκεανίδα.

ΤΖΑΝΕΤ ΦΙΤΣ: Η αγάπη είναι γένους θηλυκού


Καταρχήν οφείλω να επισημάνω ότι αυτό το μυθιστόρημα το αδικεί και το εξώφυλλο, αλλά και ο ελληνικός του τίτλος. Βέβαια έγινε και ταινία μ’ αυτό τον τίτλο, το θέμα είναι όμως ότι δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του βιβλίου. Διαβάζοντας κάποιος πως «Η αγάπη είναι γένους θηλυκού», και βλέποντας τις αμερικανίδες σταρ στο εξώφυλλο δεν μπορεί παρά να σκεφτεί ότι κι εδώ έχουμε «μία απ’ τα ίδια», ένα συνηθισμένο «γυναικείο» μυθιστόρημα. Αλλά, δεν είναι έτσι. Το μυθιστόρημα αυτό είναι εξαιρετικό, και μπορεί να διαβαστεί άνετα και από τα δύο φύλα, και να τα προβληματίσει.

Ο πρωτότυπος τίτλος της αγγλικής έκδοσης «Λευκή ροδοδάφνη» (πικροδάφνη) είναι απόλυτα εύστοχος. Αφού η πικροδάφνη είναι εκείνη που έρχεται για να αλλάξει ριζικά τη ζωή των δύο βασικών πρωταγωνιστριών: μιας μητέρας μποέμ και ποιήτριας, ικανής και αποφασισμένης για όλα, και της κόρης της που είναι απλά ένα υποχείριο, που βρίσκει διέξοδο μονάχα στη ζωγραφική.

Η μάνα θα δηλητηριάσει τον εραστή της και η έφηβη κόρη θα βρεθεί ξαφνικά αντιμέτωπη με τη ζωή και την σκληρότητα ενός κόσμου που δεν καταλαβαίνει. Θα πηγαίνει από τη μια ανάδοχη οικογένεια στην άλλη, προσπαθώντας να ανακαλύψει ποια είναι. Η πορεία της θα είναι δύσκολη και θα της χαρίσει περίσσιο πόνο, αλλά ταυτόχρονα σιγά σιγά θα της ανοίξει και τα μάτια. Θα καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος για να συναντήσει την αληθινή ζωή, τον προορισμό της, είναι ένα ξεφύγει από την ασφυκτική επιρροή που ασκεί πάνω της η μητέρα της, ακόμη και πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Κάνει αμέτρητα λάθη, αλλά μέσα απ’ αυτά μαθαίνει να ζει, μέσα απ’ αυτά γνωρίζει την αγάπη.

Το βιβλίο αυτό είναι ελάχιστα ερωτικό. Η ηρωίδα του, η Άστριντ, δεν ψάχνει να βρει τον έρωτα, αλλά κάνει ένα ταξίδι αυτοανακάλυψης, καθώς ανοίγει τα μάτια στο γύρω της κόσμο: «…Έτσι καθώς γύριζα στη γειτονιά, συνειδητοποίησα ότι κάθε σπίτι περιέκλειε μέσα του μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα. Σε ένα μόνο τετράγωνο, υπήρχαν πενήντα διαφορετικοί κόσμοι. Κανείς δεν ήξερε όμως τι γινόταν πράγματι στη διπλανή πόρτα». Κι αυτό γιατί όλοι τους, αν και μέσα στο πλήθος, ήταν μόνοι, και «ποιος ο λόγος να ζεις με τους ανθρώπους, όταν υπάρχει τόση μοναξιά;»

Η Άστριντ, λοιπόν, όπου κι αν κοιτάξει βλέπει, του κάθε είδους μοναξιά και απελπισία, και θέλει να κάνει κάτι γι’ αυτό. Θέλει να λυτρώσει το μοναδικό πλάσμα που της έδειξε αγάπη, από τα πάθη που το κατατρώνε: «Ήθελα να της πω να μην τρατάρει την απελπισία. Η απελπισία δεν είναι μουσαφίρης, να του βάλεις την αγαπημένη μουσική του, να του προσφέρεις την πιο αναπαυτική καρέκλα. Η απελπισία είναι εχθρός».

Σταθερότητα, κάτι να προσμονεί, κάτι να πιστεύει. Αυτά ζητά η Άστριντ. Κι ενώ η μητέρα της φωνάζει: «Είμαι αυτή που λέω πως είμαι και αύριο θα είμαι τελείως διαφορετική», εκείνη κλείνει τ’ αυτιά. Δε θέλει ν’ ακολουθήσει το δρόμο που της υποδεικνύει η σκληρή πρόγονός της.

Το βιβλίο αυτό έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με τα άλλα μπεστ σέλερ, με τα οποία μας βομβαρδίζουν καθημερινά οι εκδοτικοί οίκοι: είναι πραγματικά καλό. Με χαρακτήρες ανθρώπινους, γεμάτους πάθη, έτοιμους ανά πάσα στιγμή για το καλύτερο ή το χειρότερο. Όπως σημειώνει και ο κριτικός της San Francisco Chronicle, πρόκειται για: «Ένα εκπληκτικό πρώτο μυθιστόρημα. Ο αναγνώστης μπαίνει σ’ ένα κόσμο πυκνό και σκοτεινό σαν δάσος».

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

ΜΑΝΟΥΕΛ ΒΑΘΚΕΘ ΜΟΝΤΑΛΜΠΑΝ: Ο μικρός αδελφός


Ο γνωστός ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο πρωταγωνιστεί στις οκτώ ιστορίες που απαρτίζουν αυτό τον τόμο.

Φυσικά εδώ δε μιλάμε για συνηθισμένες αστυνομικές ιστορίες, αλλά περισσότερο για ιστορίες με βαθύ κοινωνικό υπόβαθρο. Ο Μονταλμπάν, δε χάνει ευκαιρία για να σχολιάσει την πραγματικότητα της πατρίδας του, όπως τη βιώνει καθημερινά μέσα από το λογοτεχνικό εγώ του.

Κάποιες απ’ αυτές τις ιστορίες μυρίζουν άσχημα, σαπίλα και παρακμή, αλλά που και που τρυπώνει ανάμεσα στις γραμμές και κάποια αισιόδοξη νότα. Τα στοιχεία όμως που πραγματικά δίνουν το στίγμα είναι ο κυνισμός του ήρωα Καρβάλιο και το υπονομευτικό χιούμορ του συγγραφέα. Ο Μονταλμπάν μας παρουσιάζει ένα παρακμιακό ήρωα, κάποιο που φαίνεται να ζει από συνήθεια, ένα άνθρωπο σχεδόν αναίσθητο, που ωστόσο ζητά απεγνωσμένα τον χαμένο έρωτα, που σαν και κείνον δε θα ξαναβρεί.

Καθώς διατρέχουμε τις σελίδες σκεφτόμαστε ότι, ίσως ο συγγραφέας να θέλει να μας μιλήσει για την ανθρώπινη πτώση, για τη σήψη, ίσως και όχι. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι διαβάζοντας κανείς αυτά τα διηγήματα δεν στέκεται τόσο στο αστυνομικό τους ύφος, όσο στο σκηνικό στο οποίο διαδραματίζονται. ένα σκηνικό κρύο, γκριζωπό. Όπως τονίζεται στο οπισθόφυλλο, εδώ: «Απρόβλεπτες καταστάσεις και διαφορετικοί χαρακτήρες αποδίδονται με χιούμορ, σαρκασμό και μελαγχολία…». Μελαγχολία, αυτή είναι η λέξη κλειδί. Μελαγχολία, γι’ αυτά που χάθηκαν, για κείνα που δε θα ’ρθουν, για τους αμέτρητους μικρούς θανάτους, για τους αγώνες που δόθηκαν και κερδίσθηκαν για να αποδειχθεί στη συνέχεια ότι δεν ήταν παρά ένα μεγάλο ψέμα.

Ο Καρβάλιο δακρύζει (εσωτερικά), σαρκάζει, προχωρά. Τίποτα δε φαίνεται να περιμένει, κι όμως είναι φανερό πως κάπου μέσα του βαθιά τρεμοπαίζει ακόμη το κεράκι της ελπίδας.

Το βιβλίο ανοίγει με τον «Μικρό αδελφό», την ιστορία μιας δολοφονίας που ίσως και να μην είναι και ακολουθεί το φαινομενικά χριστουγεννιάτικο «Μοναξιά συνοδεία ψητής γαλοπούλας». Μετά συναντάμε τον γλυκόπικρο «Επιδειξία», ένα από τα πιο ανάλαφρα διηγήματα της συλλογής. Το «Ακριβώς όπως ήμασταν» μιλά για έναν άτυχο έρωτα σε ιστορικό φόντο, ενώ ο «Συλλέκτης» αναφέρεται στη Μέριλιν Μονρόε. Οι δυο ιστορίες που απαρτίζουν το «Παζλ» και αποτελούν φόρο τιμής στην Αγκάθα Κρίστι: «Η υπόθεση της γιαγιάκας που τουκεφίστηκε» και «Η κασετίνα με τα τρία κοσμήματα» αναδεικνύουν τις ικανότητες του Καρβάλιο σαν ντετέκτιβ. Η συλλογή κλείνει με το «Για μια παλιογυναίκα», όπου ο ήρωάς μας «μαθαίνει» τι μπορεί να πάθει κανείς όταν μπλέξει με κάποια γυναίκα αυτού του «είδους».

Ο «Μικρός αδελφός» είναι μια ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων που απευθύνεται τόσο στους φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας όσο και σε όλους όσοι αγαπούν την ανάγνωση μια καλής ιστορίας.

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

ΑΛΟΝΑ ΚΙΜΧΙ: Όχι άλλα δάκρυα Σουζάνα


Ένα βιβλίο τρυφερό και με χιούμορ είναι το “Όχι άλλα δάκρυα Σουζάνα” της Αλόνα Κίμχι. Είναι η ιστορία μιας πολύ ευαίσθητης νέας γυναίκας που κλαίει πολύ, και πιστεύει πολύ λίγο στον εαυτό της. Πρόκειται για μια ουκρανικής καταγωγής εβραία που ζει μια απόλυτα βαρετή και μονότονη ζωή, προσδεδεμένη στο άρμα της μητέρας της, που καθορίζει τη ζωή της ως την τελευταία λεπτομέρεια.

Η Σουζάνα, όπως και κάθε άλλο καθώς πρέπει υπερβολικά ευαίσθητο άτομο, τυγχάνει “θεραπείας”, αφού η μητέρα της πιστεύει ότι μόνο μέσω αυτής της οδού θα μπορέσει η κόρη της να ενταχθεί στην κοινωνία. Κι ας μην της προσφέρει ουσιαστικά τίποτα η θεραπεία αυτή.

Των δυο τους η ζωή φαίνεται να κάνει κύκλους και να μην φτάνει πουθενά. Κάθε μέρα είναι ακριβώς η ίδια με την προηγούμενη, λένε τα ίδια λόγια, κάνουν τα ίδια πράγματα, μιλούν με τους ίδιους ανθρώπους, σε μια κοινωνία που μοιάζει εγκλωβισμένη στον εαυτό της. Η μητέρα είναι ευχαριστημένη με την καθημερινότητά της, αλλά όχι κι η κόρη. Η Σουζάνα θέλει να ζήσει κάτι διαφορετικό, κάτι ονειρικό, κάτι που δεν υπάρχει εκεί, και μια και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό κλείνεται στη σιωπή και ζωγραφίζει, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ανακαλύψει τι δεν πάει καλά.

Ξαφνικά, μπαίνει στη ζωή τους ένας “ξένος”. Πρόκειται για ένα συγγενή τους από την Αμερική με άγνωστο παρελθόν, ύποπτο παρόν και αβέβαιο μέλλον που εισβάλλει σα σίφουνας στον μικρόκοσμό τους παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμά του. Στο σπίτι επιτέλους ανθίζει το χαμόγελο, και η Σουζάνα, αν και επιφυλακτική απέναντί του, βρίσκει στο πρόσωπό του ένα αναπάντεχο σύμμαχο. Ο “ξένος” θα γίνει ο μέντοράς της στη ζωή και την τέχνη, και το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της. Θα τον αγαπήσει κρυφά, θα τον ποθήσει στο σκοτάδι και εν τη απουσία του. Θα φτάσει ως τα όρια για να τον κάνει δικό της, ολόδικό της, εκείνον που την κατάλαβε, που την ανάστησε, που την έκανε ράκος.

Η συγγραφέας φτιάχνει περίτεχνα το ψυχογράφημα μιας νέας, ανέραστης γυναίκας, που δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει. Μιας γυναίκας που βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ δημιουργίας και καταστροφής. Κάποιας που, παρ’ όλα τα προβλήματά της, θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, αλλά και να τα παρατήσει, να τα φτύσει. Η Σουζάνα περπατάει συνέχεια σ’ ένα τεντωμένο σκοινί, πάνω από ένα όλο και πιο επικίνδυνο κόσμο. Θα μπορέσει να περάσει απέναντι; ή θα πέσει με πατάγο;

Μια καλογραμμένη ιστορία για τα αδιέξοδα του σήμερα, δοσμένη μ’ ένα γλυκόπικρο χιούμορ που αναγκάζει τον αναγνώστη να σκεφτεί και τη δική του ζωή, τις δικές του ακροβασίες πάνω απ’ την άβυσσο της ύπαρξης.

Σύμφωνα με τη Le Monde: “Υπάρχουν βιβλία για τα οποία μιλάς μόνο με κάποιους πολύ καλούς φίλους σου, και στα κρυφά. Υπάρχουν, πάλι, βιβλία για τα οποία συζητάς με τους συγγενείς και τους γνωστούς σου ελπίζοντας ότι θα ευχαριστηθούν κι αυτοί όπως κι εσύ όταν τα διαβάσουν. Υπάρχουν, τέλος, βιβλία που προκαλούν τον ενθουσιασμό: τότε θέλεις πάση θυσία να τα προτείνεις σε όλους, να τα διαβάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Ένα απ’ αυτά τα τελευταία είναι χωρίς καμιά αμφιβολία το Όχι άλλα δάκρυα Σουζάνα…”.

Η Αλόνα Κίμχι γεννήθηκε στην Ουκρανία το 1966. Σπούδασε θέατρο και εργάστηκε ως ηθοποιός, δημοσιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης στο θέατρο. Το 1993 άρχισε να γράφει ποιήματα και θεατρικά έργα. Τρία χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων “Εγώ, η Αναστασία”. Το “Όχι άλλα δάκρυα Σουζάνα” είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

ΣΕΡΓΚΟΥΝ ΑΓΑΡ: Φίλησα μια φορά την Ευδοξία


Το «Φίλησα μια φορά την Ευδοξία» είναι ένα νοσταλγικό βιβλίο. Μιλά για την Πόλη του χθες, για τις γειτονιές της, για τούρκους και ρωμιούς που ζούσαν δίπλα δίπλα, αγαπούσαν οι μεν τους δε, γιόρταζαν μαζί, παντρεύονταν, μοιράζονταν τις χαρές και τους καημούς τους.

Ο Αγάρ, μέσα από ένα ταξίδι του σήμερα στο χθες, μας ξεναγεί σε κάποιες άλλες εποχές, σ’ ένα κόσμο που ξεχείλιζε από αγάπη κι αθωότητα, μίσος και αίμα. Αυτή η ιστορία δεν είναι η ιστορία της Ευδοξίας, αλλά της τρομερής κυρά Ευφροσύνης και του Χασάνι της, αλλά και όλων εκείνων, ρωμιών και τούρκων που κινήθηκαν και υπήρξαν στο περιβάλλον τους. Είναι μια ψηφίδα στην ιστορία της Πόλης, πριν τον τελικό αφανισμό του εκεί ελληνισμού. Ο συγγραφέας αγαπά τους ρωμιούς και το δείχνει. Θυμάται, χαμογελά και δακρύζει. Η πόλη του, η Πόλη, τώρα πια είναι παρελθόν. Τη διασχίζει και δεν τη βλέπει. Οι εικόνες μέσα στις οποίες μεγάλωσε χάθηκαν. Νιώθει μόνος, φτωχός, κι ας έχει δίπλα του μια όμορφη γυναίκα, συνοδοιπόρο στο ταξίδι της νοσταλγίας.

Εδώ έχουμε μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Απ’ αυτές που σε κάνουν να κλείνεις τα μάτια και ν’ αναρωτιέσαι γιατί: Γιατί έγιναν αυτά που έγιναν; Γιατί χάθηκε όλη εκείνη η ομορφιά; Γιατί πάντα να επιβάλλει τους κανόνες του το κακό;

«Παρ’ όλο που δεν καταγράφεται στα κατάστιχα της επίσημης ιστορίας, η ζωή των απλών ανθρώπων είναι η ίδια η ιστορία», υποστηρίζει ο συγγραφέας. Κι έχει απόλυτο δίκιο. Η ιστορία που δικαιώνει και η ιστορία που εκδικείται, η ιστορία που ματώνει και η ιστορία που γιατρεύει.

Ο ήρωας/ αφηγητής μοιάζει να είναι ένα άτομο γεμάτο ανασφάλειες, ωστόσο κρύβει μεγάλη δύναμη μέσα του. Μοιάζει να φοβάται να ερωτευτεί, να ζήσει. δείχνει να είναι εγκλωβισμένος στα δεσμά ενός χθες το οποίο έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Τι θα κάνει; Θα βρει το δρόμο του; Θα μπορέσει να αγαπήσει στ’ αλήθεια αυτή την όμορφη γυναίκα που συνάντησε στο μεταίχμιο της μοναξιάς; «… Η Αϊσεγκιούλ θα ήταν η πρόκληση στη σχέση μας που ο χαρακτήρας της δεν είχε ακόμα οριστεί, θα μπορούσε όμως να οριστεί οποιαδήποτε στιγμή. Κάποιος θα μας τον ψιθύριζε στ’ αυτί τρεις φορές, στη γωνιά ενός δρόμου, μελετώντας τα ονόματά μας. Κι έπειτα κάθε βράδυ θα ποτίζαμε τη γη όπου θα ευδοκιμούσαν τα αισθήματά μας. Οι καρδιές μας θα δένονταν και δεν θα βλέπαμε τίποτε άλλο εκτός από εμάς. Ίσως να μην έμοιαζε με τον πρώτο μας έρωτα η ιστορία αυτή, αλλά κάτι θα έφερνε στο νου από τις μέρες εκείνες…».

Διαβάζουμε για το περίφημο Πάσχα Ελλήνων στην Πόλη: «Όταν απόλυσε η εκκλησία… ένα μεγάλο πλήθος από το Ταξίμ ως το Τουνέλ, με τις αναμμένες λαμπάδες στο χέρι, κυλούσε σαν πλημμύρα από φως. Όχι μόνο ρωμιοί, αλλά και τούρκοι και εβραίοι, άνθρωποι ανακατεμένοι ο ένας με τον άλλο, προσπαθούσαν να πάνε το κερί που κρατούσαν στο χέρι τους αναμμένο ως το σπίτι…».

Το «Φίλησα μια φορά την Ευδοξία» είναι ένα όμορφο, καλογραμμένο βιβλίο για ένα χθες μακρινό, αλλά ζωντανό. Για ένα τότε που ρωμιοί και τούρκοι «είχαν φοβηθεί, γελάσει και κλάψει μαζί!». Όσο για το συγγραφέα του αποδεικνύεται ένας εξαιρετικός παραμυθάς, που -χάρη και στην εξαιρετική, ρέουσα μετάφραση της Φραγκώ Καραογλάν-, καταφέρνει να κατακτήσει τον αναγνώστη.

Από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.

ΝΙΚ ΧΟΡΝΜΠΥ: Πώς να είσαι καλός


Ο Νικ Χόρνμπυ είναι ένας πολύ καλός συγγραφέας που δίκαια βλέπει βιβλίο με βιβλίο οι μετοχές του στον αγγλοσαξονικό κόσμο της λογοτεχνίας να ανεβαίνουν. Το «Πώς να είσαι καλός» είναι ένα μυθιστόρημα για τις σύγχρονες σχέσεις και τα αδιέξοδα, για τη μοναξιά που γίνεται κανόνας, για τις σανίδες σωτηρίας που ψάχνουν όλοι για να ξεφύγουν απ’ τις μικρές φυλακές τους.

Ο Ντέιβιντ είναι ο πιο οργισμένος άνθρωπος στο Βόρειο Λονδίνο. Τουλάχιστον έτσι συστήνεται στο κοινό στη στήλη που διατηρεί σε μια εφημερίδα. Και δεν υπερβάλλει. Είναι όντως οργισμένος. Είναι όντως γκρινιάρης. Και χωρίς να το καταλαβαίνει καλά καλά οδηγεί το γάμο του προς την καταστροφή.

Η Κέιτι, όπως δηλώνει η ίδια, δεν είναι κακή άνθρωπος. Είναι γιατρός. Έλα όμως που η αιώνια γκρίνια του άντρα της, Ντέιβιντ, την σπρώχνει αργά αλλά σταθερά κι αυτή προς την απελπισία. Αγαπά τον άντρα της, αλλά δεν τον αντέχει. Ο έρωτάς τους πέθανε μέσα στη γκρίνια του, και μες στη μόνιμη απασχόλησή της στη δουλειά. Αυτή είναι ο κουβαλητής, κι ο Ντέιβιντ φροντίζει το παιδί τους και το σπίτι. Ένα σπίτι που δε φαίνεται ν’ αγαπάει η χαρά, με αποτέλεσμα όλα να πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο.

Παρόλα τα πιο πάνω όμως, το τεντωμένο σκοινί παραμένει τεντωμένο, δε λέει να σπάσει. Μέχρι που ο Ντέιβιντ γνωρίζει ένα θεραπευτή και ξαφνικά γίνεται… καλός. Υπερβολικά καλός. Τόσο καλός που σου σπάει τα νεύρα. Κι η Κέιτι αυτό δεν το αντέχει. Τουλάχιστον πριν ήξερε τι είχε να αντιμετωπίσει. Τώρα, βρίσκεται αντιμέτωπη μ’ ένα διαφορετικό άνθρωπο. Ο γκρινιάρης, ιδιότροπος, μόνιμα κατσούφης άντρας της, μετατρέπεται σε κάποιον άλλο. Σε κάποιον που έχει καλή ψυχή, που αγαπά όλο τον κόσμο, που θέλει να βοηθήσει όλο τον κόσμο. Πώς να το αντέξει αυτό η καημένη η Κέιτι; Αντιγράφουμε: «Δεν είναι πάντως μόνο ο Ντέιβιντ που θέλω να αποφύγω. Είναι κι αυτός ο άλλος άντρας, αυτός που του αρέσει το θέατρο και μοιράζει λεφτά και προσπαθεί να είναι ευγενικός με τον κόσμο, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν θέλω να κοιμηθώ μαζί του, αφού δεν τον ξέρω πραγματικά κι έχει αρχίζει να με τρομάζει. Το να αντιπαθείς ένα σύζυγο μπορεί να θεωρηθεί κακοτυχία, αλλά το αντιπαθείς δύο μοιάζει απερισκεψία».

Ο Χόρνμπυ είναι ένας ταλαντούχος γραφιάς. Με πιο δυνατό του όπλο το χιούμορ, κατορθώνει να μας δώσει με σπαρταριστό τρόπο μια ιστορία για τους ανθρώπους της σύγχρονης εποχής. Τους πολύ βιαστικούς, τους πολύ αγχωμένους, τους «πολύ κακό για το τίποτα» που απλά δεν ξέρουν πώς να ζήσουν. Εκείνους που πιότερο συνεδριάζουν παρά συζητούν. Και τους κατακεραυνώνει: «Το διήμερο σεμινάριο τέλειωσε μια μέρα νωρίτερα. Τι έγινε, ξεφουρνίσατε όλοι τις μαλακίες σας με διπλάσια ταχύτητα;» Δε θα καταφύγω σε άλλες παραπομπές απ’ το βιβλίο, αλλά θα ήθελα να σας συστήσω να διαβάσετε προσεκτικά τη λίστα των ανθρώπων, που ο Ντέιβιντ θεωρούσε ατάλαντους, υπερεκτιμημένους ή απλώς μαλάκες, μέχρι να γίνει καλός.

Το «Πώς να είσαι καλός» είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα που βγάζει αβίαστα γέλιο. Αν σας αρέσει η γραφή του Χόρνμπυ, τότε δοκιμάστε και το “High Fidelity”. Το τελευταίο έγινε ταινία πριν μερικά χρόνια, όπως και το «Για ένα αγόρι».

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.